Παρουσίαση/Προβολή

Εικόνα επιλογής

[ΕΤΚΑΣΒΧ] Κοινωνικός Αποκλεισμός, Περιθωριοποίηση και Ευάλωτες Κοινωνικές Ομάδες

(183-06-13) -  Πουλημάς Μιχάλης

Περιγραφή Μαθήματος

 

Κοινωνικός Αποκλεισμός, Περιθωριοποίηση και Ευάλωτες Κοινωνικές
Κάθε Δευτέρα 18:00-21:00

ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ

ΠΜΣ: «Έρευνα για την Τοπική Κοινωνική Ανάπτυξη και Συνοχή»

Μάθημα: «Κοινωνικός Αποκλεισμός, Ευάλωτες Κοινωνικές Ομάδες και Μορφές Κοινωνικής Περιθωριοποίησης» (Ακαδημαϊκό έτος: 2022-2023)

Διδάσκων:  ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΟΥΛΗΜΑΣ

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟ

 

Ο όρος «κοινωνικός αποκλεισμός» εμφανίζεται στο προσκήνιο της εφαρμοσμένης πολιτικής πολύ πριν δοκιμαστεί στο πεδίο της επιστημονικής επεξεργασίας. Στην πολιτική αρχιτεκτονική της Ευρώπης από τη δεκαετία του 1970 και μετά οι πολιτικές που εφαρμόστηκαν γύρω από το νεόδμητο ζήτημα των κοινωνικά αποκλεισμένων οδήγησαν σταδιακά σε μια σύλληψη του κοινωνικού αποκλεισμού που αποδίδει μεγαλύτερη σημασία στο περιγραφόμενο φαινόμενο του αποκλεισμού παρά στους ίδιους τους φυσικούς ‘φορείς’ των συνεπειών του. Η σταδιακή κατίσχυση στην πολιτική και στη διοίκηση του όρου «κοινωνικός αποκλεισμός» έναντι του όρου «φτώχεια» κατέληξε να εμφανίζει εντέλει το φαινόμενο του αποκλεισμού ως ‘αντικειμενική συλλογική ‘δυσλειτουργία’ των σύγχρονων κοινωνιών, μεταθέτοντας ολοκληρωτικά την ευθύνη της αντιμετώπισης του αποκλεισμού στις κρατικές γραφειοκρατίες με την επικουρική συνδρομή αλληλέγγυων οργανώσεων της ‘κοινωνίας πολιτών’ (ΜΚΟ). Έτσι, όμως αγνοήθηκε σχεδόν εντελώς ο υποκειμενικός χαρακτήρας του αποκλεισμού, δηλαδή τόσο το γεγονός ότι ο αποκλεισμός αφορά σε πρόσωπα με ατομικά και συλλογικά υποκειμενικά χαρακτηριστικά, όσο και το συναφές γεγονός ότι οποιαδήποτε πολιτική ‘αντιμετώπισης’, ή ‘άρσης’, ή ‘άμβλυνσης’ του κοινωνικού αποκλεισμού δεν είναι δυνατό να εφαρμοστεί επιτυχώς ερήμην των ίδιων των κοινωνικά αποκλεισμένων.

Σε τέτοιο πλαίσιο σύλληψης του κοινωνικού αποκλεισμού ως ‘αντικειμενικής συλλογικής δυσλειτουργίας’ των σύγχρονων κοινωνιών, θεωρήθηκε ότι το φαινόμενο μπορούσε να καταπολεμηθεί επαρκώς διαμέσου μιας αέναης πολιτικο-διοικητικής διαδικασίας που αξιολογεί, επανασχεδιάζει και βελτιώνει συνεχώς την αποτελεσματικότητα των εκάστοτε εφαρμοζόμενων κοινωνικών προγραμμάτων και επιδοματικών παροχών. Παράλληλα, οι κοινωνικά αποκλεισμένοι ορίστηκαν ως εντελώς παθητικά υποκείμενα (στην κυριολεξία αντικείμενα των κρατικών πολιτικών) προσδιοριζόμενοι με αρνητικά φορτισμένους όρους όπως ομάδες «ευάλωτες, «ευπαθείς» ή «αδύναμες».

Είναι ένα πολύ συνηθισμένο γεγονός να ασκούνται πολιτικές άρσης του κοινωνικού αποκλεισμού ερήμην των κοινωνικά αποκλεισμένων. Επομένως, επείγει να αναδείξουμε  τόσο τα υποκειμενικά χαρακτηριστικά των ατόμων και των ομάδων που οδηγούνται στον αποκλεισμό, όσο και τις συλλογικές ιδιότητες που οι αποκλεισμένες ομάδες οφείλουν να αξιοποιήσουν για να ανατρέψουν τα δεδομένα της κατάστασής τους. 

Ας δούμε με ποιο τρόπο επαληθεύεται το παράδοξο γεγονός η γενικευμένη χρήση του όρου «κοινωνικός αποκλεισμός» να οδηγεί εντέλει στην ουσιαστική υποβάθμιση των ίδιων των θυμάτων του κοινωνικού αποκλεισμού. Το γεγονός ότι, στο κατόπι των πολιτικών και διοικητικών χρήσεων, όλο και περισσότεροι κοινωνικοί επιστήμονες κατέληξαν να χρησιμοποιούν τον όρο όλο και συχνότερα με μια διοικητική και γραφειοκρατική απόχρωση οδήγησε σε μια νοηματική στρέβλωση της κατάστασης των αποκλεισμένων. Συγκεκριμένα, από το λεξιλόγιο μιας βιαστικής ευρωπαϊκής γραφειοκρατικής ιεραρχίας ο όρος «κοινωνικός αποκλεισμός» (εφεξής αποκλεισμός) πέρασε μέσω του διοικητικού μιμητισμού στην ημερήσια διάταξη των επιμέρους εθνικών γραφειοκρατιών, για να αποκτήσει μια ηγεμονική χρήση στην καθημερινή γλώσσα και στα ΜΜΕ, σύμφωνα με την οποία ο αποκλεισμός συνιστά ένα φαινόμενο, ένα γεγονός που μόνο από τα πάνω μπορεί να αντιμετωπιστεί. Φυσικά, εδώ πολύ σημαντική αποδείχθηκε η μεσολάβηση των πολιτικών χρήσεων του όρου από πολιτικές ελίτ οι οποίες στήριξαν παρεμβάσεις προσανατολισμένες στην εφαρμογή πολιτικών κοινωνικού κράτους που, τουλάχιστον στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου χρηματοδοτήθηκαν κατά βάση από ευρωπαϊκούς πόρους. Τέλος, ο κύκλος νομιμοποίησης αυτής της χρήσης του όρου ολοκληρώθηκε με την αναγκαία συνδρομή της επιστήμης σε μια «κοινωνία της γνώσης».

Πράγματι, μέρος επιστημόνων που προέρχονται από τις κοινωνικές επιστήμες μεταχειρίστηκε τον αποκλεισμό σαν ένα γεγονός εξωτερικό προς την κοινωνία, σαν ένα ατύχημα ή μια συμφορά που επιπίπτει στην κοινωνία και που πρέπει να αντιμετωπιστεί κυρίως με «δράσεις» και «παρεμβάσεις» χρηματοδοτημένες από προγράμματα (ευρωπαϊκά κυρίως) σχεδιασμένα να εξυπηρετούν περισσότερο τους πολιτικούς παραγγελιοδότες τους και τους επιστημονικούς διαχειριστές τους, παρά τις ίδιες τις «ομάδες- στόχους». Τα αποτελέσματα τέτοιων προγραμμάτων συνοψίζονται σε επιχειρησιακό επίπεδο σε πολιτικές παρεμβάσεις με τους ηχηρούς τίτλους: «Εθνικά Σχέδια Δράσης για την Κοινωνική Ενσωμάτωση», «Σχέδια Εθνικής Στρατηγικής για την Καταπολέμηση του Κοινωνικού Αποκλεισμού», «Σχέδιο Δράσης: Εγγύηση για την νεολαία» κοκ. Στην καλύτερη και σπανιότερη περίπτωση, τέτοιες παρεμβάσεις τείνουν να αμβλύνουν τα μεσο-βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα του αποκλεισμού, σε καμία περίπτωση όμως δεν αγγίζουν την καρδιά του ζητήματος που είναι οι αιτίες του. Έτσι, πετυχαίνουν ίσως μια προσωρινή άμβλυνση των οξύτερων εκδηλώσεων της κοινωνικής υποβάθμισης των αποκλεισμένων, εντούτοις δεν κατορθώνουν ποτέ να ενισχύσουν την ικανότητά τους ως κοινωνικών υποκειμένων να διαμορφώσουν πραγματικούς όρους συλλογικής δραστηριοποίησης με σκοπό μια αποτελεσματικότερη συμμετοχή στο ευρύτερο πεδίο των κοινωνικών σχέσεων ισχύος.

Έτσι, ολοκληρώνεται ένας κύκλος γνωστικής προσέγγισης και επιχειρησιακής αντιμετώπισης ενός νέου κοινωνικού φαινομένου που, ξεκινώντας από την περιγραφή του Κ.Α. ως στεγνά αντικειμενικής παραμέτρου, καταλήγει να αντιμετωπίζει τους κοινωνικά αποκλεισμένους απλώς ως «θύματα» του αποκλεισμού.

 

Η ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΥ ΜΕ ΣΗΜΕΙΟ ΑΝΑΦΟΡΑΣ ΤΟΥΣ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΕΝΟΥΣ

Στόχος μας πρέπει να είναι ένας ορισμός του αποκλεισμού που αφενός να συνδέεται ουσιαστικά με τους κοινωνικά αποκλεισμένους και αφετέρου να εισαγάγει στην όλη προβληματική τη δυνατότητα υποκειμενικής ενεργοποίησης των αποκλεισμένων προκειμένου να αντιμετωπίσουν όχι μόνο τα αποτελέσματα αλλά και τις αιτίες του φαινομένου.

Για την επίτευξη αυτού του διττού στόχου οφείλουμε να επιχειρήσουμε: (α) την ανασημασιολόγηση της έννοιας του αποκλεισμού, κυρίως μέσω της σύνδεσής του με τις ευρύτερες κοινωνικές διεργασίες επιμερισμού των ανισοτήτων. Και (β) την ενεργό σύνδεση του Κ.Α. με δράσεις συλλογικού χαρακτήρα που τροποποιούν ουσιωδώς το τοπίο των σχέσεων δύναμης και εξουσίας εντός της κοινωνίας.

Συγκεκριμένα, η πραγμάτευση των στόχων της έρευνάς μας για τον αποκλεισμό θέτει τα εξής βασικά ερωτήματα:

  1. Μπορούμε να ορίσουμε τον αποκλεισμό ως συνεχή και σε δυναμική ανάπτυξη κοινωνική διαδικασία προϊούσας υποβάθμισης, και περιθωριοποίησης;
  2. Υφίσταται μια σπειροειδής δυναμική αποκλεισμού που αναπαράγει (συχνά με διευρυμένο τρόπο) τη συνολική κοινωνική υποβάθμιση του ατόμου και των σχέσεών του; Με άλλα λόγια, οι διαφορετικές μορφές αποκλεισμού συνέχονται μεταξύ τους με τρόπο ώστε τα άτομα και να ‘κυκλοφορούν’ στις διαδρομές μετάβασης από τη μια μορφή στην άλλη, αλλά και να συμπυκνώνουν σε ένα ενιαίο πλαίσιο ζωής συμπλεκόμενες ή σωρευόμενες μορφές αποκλεισμού;
  3. Υπάρχουν χαρακτηριστικά που συνδέουν ‘προνομιακά’ συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες με τον αποκλεισμό; Και αν ναι, πρόκειται για τυποποιημένα χαρακτηριστικά ή αποτελούν το υπό εξέλιξη διακύβευμα κοινωνικών και καθημερινών σχέσεων εξουσίας;
  4. Μπορούμε να αναλύσουμε τον αποκλεισμό σε ευθεία συνάρτηση με τις συλλογικές κοινωνικές δράσεις; Δηλαδή, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι εκτός από την ανάλυση των διαδικασιών αποκλεισμού (αρνητική διάσταση) υπάρχει και η ανάλυση των συλλογικών δράσεων (θετική διάσταση) τις οποίες ενίοτε αναπτύσσουν οι αποκλεισμένες κοινωνικές ομάδες προκειμένου να διαρρήξουν τον αποκλεισμό τους;

Είναι προφανές ότι στα παραπάνω ερωτήματα πρέπει να απαντήσουμε καταφατικά. Πράγματι, πρώτον, στην εξέλιξή του ο αποκλεισμός μοιάζει με ‘βαρέλι δίχως πάτο’, δηλαδή περικλείει μια δυναμική κοινωνικής περιθωριοποίησης που αναπτύσσεται συνεχώς συναρμόζοντας με όρους περιθωριοποίησης και υποβάθμισης διαφορετικά πεδία ζωής και δραστηριοτήτων. Δεύτερον, η συνολική δυναμική του αποκλεισμού περιέχει διαφορετικές μορφές αποκλεισμού που ‘επικοινωνούν’ μεταξύ τους με τρόπο ώστε όλες μαζί να αποδίδουν στα ατομικά υποκείμενα σωρευτικές και μεγεθυνόμενες επιπτώσεις περιθωριοποίησης. Τρίτον, αν υποθέσουμε ότι υπάρχει εκλεκτική συγγένεια μεταξύ του αποκλεισμού και συγκεκριμένων κοινωνικών τάξεων και ομάδων που τον υφίστανται, τότε πρέπει να δεχθούμε ότι το κριτήριο αυτής της συγγένειας δεν είναι μια υποτιθέμενη ‘ευαλωτότητα’ εισοδηματικού, μορφωτικού, επαγγελματικού κοκ. τύπου, αλλά μάλλον η αδυναμία τους να διαχειριστούν στο επίπεδο της καθημερινότητας τα πολιτισμικά εργαλεία μιας συλλογικής ταυτότητας που συμμετέχει με τους δικούς της όρους στις κοινωνικές συγκρούσεις. Τέλος, ο αποκλεισμός, ακριβώς επειδή ως κοινωνικό διακύβευμα ανήκει στο πεδίο των ενεργών (διαδραστικών) σχέσεων δύναμης και εξουσίας, εμπεριέχει τη θετική διάσταση των συλλογικών δράσεων που, υπό όρους, αναπτύσσονται για την αντιμετώπισή του.

Για λόγους σαφήνειας, μπορούμε να συνοψίσουμε το πλαίσιο των παραπάνω απαντήσεων σε τρεις θεμελιώδεις και αλληλένδετες θέσεις που κατά την γνώμη μας πρέπει να διέπουν μια σύγχρονη πραγμάτευση του αποκλεισμού:

(α) Ο αποκλεισμός δεν είναι μια απλή στατι(στι)κή κατάσταση πραγμάτων, αλλά μια δυναμική διαδικασία κατασκευής και επιμερισμού των κοινωνικών ανισοτήτων σε όλα τα κοινωνικά πεδία εξουσίας

(β) Επομένως, ο αποκλεισμός δεν συνιστά ένα κοινωνικό ‘ατύχημα’, αλλά μια βαθύτερη δομική εκδήλωση των χαρακτηριστικών ανισότητας του καπιταλιστικού συστήματος, και

(γ) Ως εκ τούτου, ο αποκλεισμός μπορεί να αντιμετωπιστεί όχι τόσο με προσωπικούς βιογραφικούς ελιγμούς, αλλά μάλλον με κατάλληλες συλλογικές δράσεις.

 

Τέλος, αξίζει να δούμε τον αποκλεισμό, στα ίχνη του Amartya Sen, ως μια διαδικασία «στέρησης ικανότητας» των αποκλεισμένων, δηλαδή ως αφαίρεση πολλαπλών ικανοτήτων που το άτομο αξιοποιεί καθημερινά προκειμένου να συμμετέχει στη δημόσια ζωή. 

Ημερομηνία δημιουργίας

Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2014