Εφαρμογές του ξύλου στην Ελλάδα από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα

Δρ Ιωάννης Κακαράς Δασολόγος - τεχνολόγος ξύλου


Η εργασία που ακολουθεί αποτελεί μέρος του υπό έκδοση βιβλίου του εισηγητή με τίτλο: Τεχνολογία ξύλινων κατασκευών (1ος τόμος κεφ. 2.).


1. Στοιχεία εισαγωγής


Το ξύλο κυριαρχούσε ως υλικό κατά την αρχαιότητα. Τα αγάλματα στην αρχαία Αίγυπτο και αρχικά στην Αρχαία Ελλάδα ήταν ξύλινα. Το χρυσελεφάντινο άγαλμα του Διός ήταν έργο του Φειδία από ξύλο εβένου και χαρακτηρίσθηκε ως ένα από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου (Εικ.2.1). Είχε ύψος 12,40 m, ξύλινο πυρήνα πάνω στον οποίο ήταν προσαρμοσμένα ελάσματα χρυσού και ελεφαντόδοντο. Ο θρόνος ήταν κατασκευασμένος από χρυσό, έβενο, ελεφαντόδοντο, πολύτιμους λίθους και ένθετα γυάλινα κοσμήματα. Το ξύλινο άγαλμα συντηρείτο συχνά με έλαια (πιθανόν κεδρέλαιο).

Από την πρώιμη εποχή η οικοδομική δραστηριότητα του ανθρώπου στηρίχθηκε σε υλικά που ήταν διαθέσιμα στη φύση, όπως η πέτρα, το χώμα και το ξύλο. Το ξύλο έπαιξε σημαντικό ρόλο σε όλες τις περιόδους της ελληνικής αρχιτεκτονικής. Εμφανίζεται σε πρωτόγονες κατασκευές της πρώιμης περιόδου, όπως σε τοίχους από πασσάλους και ξύλινο πλέγμα (Εικ. 2.2), ως ξυλοδεσιά σε τοίχους από ωμόπλινθους και ακατέργαστες πέτρες, αλλά και ως σκελετός σε μεγαλύτερα οικοδομήματα.

Το ξύλο παρέμεινε και σε περιόδους αυξημένης χρήσης της πέτρας ένα εξίσου σημαντικό δομικό υλικό για όλους τούς τύπους στέγης και σκελετού, για γέφυρες, οροφές, για κατασκευές στήριξης και σκαλωσιές, καθώς και για ένα μεγάλο αριθμό πρόχειρων οικοδομημάτων, που μας είναι γνωστά μόνο από γραπτές πηγές, όπως:

Ο άνθρωπος, στην ιστορία του, χρησιμοποίησε το ξύλο, που έβρισκε άφθονο στα δάση, για πολλές εφαρμογές, ανάμεσα σε αυτές για διακόσμηση, αλλά και για την κατασκευή έργων τέχνης. Ξύλινα αντικείμενα έχουν διατηρηθεί σε καλή κατάσταση επί αιώνες ή χιλιετηρίδες, συχνά μάλιστα κάτω από αντίξοες συνθήκες. Το πιο παλιό ξύλο πού αναφέρεται στην βιβλιογραφία βρέθηκε κλεισμένο μέσα σε παγετώνα στις Η.Π.Α. και ή χρονολόγηση του με την μέθοδο του ισοτοπικού άνθρακα έδειξε ηλικία 31.000 ετών.

Παρόλο που τα ευρήματα που σώζονται προβάλλουν τον λίθινο χαρακτήρα της ελληνικής αρχιτεκτονικής, το ξύλο έπαιζε σημαντικό ρόλο σε όλες τις περιόδους. Το ξύλο παρέμεινε και σε περιόδους αυξημένης χρήσης του λίθου ένα εξίσου σημαντικό δομικό υλικό για όλους τους τύπους στέγης και σκελετού, για γέφυρες, οροφές, για κατασκευές στήριξης και σκαλωσιές καθώς και για ένα μεγάλο αριθμό πρόχειρων οικοδομημάτων, που μας είναι γνωστά μόνον από τις γραπτές πηγές, όπως κατασκευές στοών και σκηνών για γιορτές ή για εγκαταστάσεις στρατιωτικής χρήσης.

Τέλος πρέπει να αναφερθούν η πίσσα και η άσφαλτος, αν και η χρήση τους ήταν περιορισμένη, και η μεταξύ τους διάκριση όχι πάντοτε καθαρή. Ο Ηρόδοτος γνώριζε ωστόσο τη χρήση τους από τη Βαβυλώνα. Γνωρίζουμε επίσης από επιγραφές και σύντομες αναφορές του Πλίνιου ότι χρησιμοποιούσαν την πίσσα (κατράμι), η οποία παραγόταν από ξύλο, για τη στεγανοποίηση της στέγης και την προστασία πολύ μαλακών λίθων.


    1. Εφαρμογές του ξύλου στην Μινωική εποχή


      1. Γενικά στοιχεία


        Νέες έρευνες (Παλυβού 1999, Τσακανίκα 2006) διαπιστώνουν ότι οι Μινωίτες κατασκεύαζαν πριν από χιλιάδες χρόνια αντισεισμικά πολυώροφα κτίρια με πολλαπλά και τεράστια

        ανοίγματα και με ψηλές και μεγάλες αίθουσες, δομικό σύστημα το οποίο παραπέμπει στον 20ο αιώνα. Έκλειναν ή άνοιγαν φεγγίτες, ενοποιούσαν ή απομόνωναν χώρους, δημιουργούσαν δομές με αντίσταση στους σεισμούς. Οι Μινωίτες έχτιζαν τα ανάκτορά τους, τις επαύλεις και τις οικίες τους με τρόπο ασφαλή και καλαίσθητο, με μια αρχιτεκτονική, η οποία σήμερα χαρακτηρίζεται μοναδική και πρωτότυπη με μυστικό τους, το ξύλο.


        image



        Ο.)

        Εικ.2.1 Αναπαράσταση χρυσελεφάντινου αγάλματος του Διός (Σχέδιο Κ. Ηλιάκη. Από: Βιτάκου


        image

        Εικ. 2.2. Ψάθινη καλύβα νεώτερης εποχής στα περίχωρα της Μιλήτου.


        image


        Εικ. 2.3. Γενική άποψη του ανακτόρου της Κνωσού.


        image

        Eικ. 2.4 Ξύλινα δοκάρια και θύρες του παλατιού


        Το ξύλο χρησιμοποιήθηκε στη μινωική αρχιτεκτονική ως φέρων οργανισμός των κτιρίων και το γεγονός αυτό αποτέλεσε μια επανάσταση για την Προϊστορική εποχή (Εικ. 2.4). Για την ακρίβεια η μινωική αρχιτεκτονική βασίστηκε σε ένα σύστημα μεικτό, στο οποίο συνεργάζονταν η πέτρα και το ξύλο, με κύριο όμως φέρον στοιχείο στην πλειονότητα των περιπτώσεων το ξύλο, όπως αποδεικνύουν οι νέες μελέτες. Οι Μινωίτες χρησιμοποιούσαν το ξύλο εκεί όπου ο ρόλος της μεταφοράς φορτίων ήταν κρίσιμος, δηλαδή στα κατακόρυφα φέροντα στοιχεία, όπως είναι οι πεσσοί• και η τοιχοποιία. Η χρήση ξύλινων πεσσών αντί λαξευτών στα τρισδιάστατα ξύλινα πλαίσια γύρω από τα ανοίγματα των τεράστιων παραθύρων και κυρίως των πολυθύρων•• υπαγορεύθηκε από την ανάγκη έκφρασης μιας πολυώροφης διάτρητης αρχιτεκτονικής, εντυπωσιακής και μοντέρνας, με πολλά ανοίγματα όχι μόνο στους ορόφους αλλά κυρίως στο ισόγειο, σε μια έντονα σεισμογενή περιοχή. Στη δεύτερη χιλιετία π.Χ. οι τεχνικοί της Μινωϊκής εποχής εφάρμοσαν με επιτυχία ένα δομικό σύστημα που - για πολλούς

        αιώνες στη συνέχεια - οι κατοπινοί συνάδελφοί τους δεν θα μπορούσαν να διανοηθούν:ֹπολλαπλά ανοίγματα στο ισόγειο, κάτι που και σήμερα ακόμη οι αρχιτέκτονες αποφεύγουν προτιμώντας συμπαγείς όγκους. Εκεί δηλαδή που άλλοι πολιτισμοί προσθέτουν μάζα για να στηρίξουν το πολύ δύο ορόφους, οι Μινωίτες αφαιρούσαν για να στηρίξουν ως και τέσσερις.


        •ελεύθερος πεσσός είναι το κατακόρυφο, μεμονωμένο φέρον στοιχείο, ορθογωνικής διατομής με τέσσερα ελεύθερα άκρα (ορθογωνικό υποστύλωμα ). Ενσωματωμένος στην τοιχοποιία είναι ο πεσσός ο οποίος κατασκευάζεται είτε στο ελεύθερο άκρο των τοίχων είτε σε γωνία είτε σε ενδιάμεση θέση.

        •• Πολύθυρο: ονομασία που έδωσαν οι πρώτοι ερευνητές στο δομικό σύστημα με ξύλινο σκελετό πολλών ανοιγμάτων θυρών στα κτίρια της μινωικής εποχής.


        image

        Εικ. 2.5.


        image

        Εικ.2.6

        Εικ. 2.5 και 2.6. Εικόνες πριν και μετά τις εργασίες αναστύλωσης στην αίθουσα του Θρόνου. Τα πολύθυρα αριστερά και δεξιά, διαχέουν το φως.


        Τα παράθυρα αποτελούν τη μεγάλη καινοτομία του Μινωικού πολιτισμού, που εγκαταλείποντας τα σκοτεινά οικοδομήματα της Ανατολής ανοίγουν τον δρόμο για τη σύγχρονη αρχιτεκτονική του δυτικού κόσμου τονίζει η Παλυβού Κ., πρωτοπόρος στην έρευνα της προϊστορικής αρχιτεκτονικής και της χρήσης του ξύλου στο Αιγαίο.

        Στα μινωικά κτίρια η μείωση των φορτίων στους άνω ορόφους επιτυγχανόταν με τη γενικευμένη χρήση του ξύλου, είτε ως ενίσχυση των τοίχων, είτε ως μεμονωμένα κατακόρυφα κύρια φέροντα στοιχεία (πεσσοί και κίονες), είτε ως συστήματα πλαισίων (πολύθυρα, θύρες και παράθυρα), τα οποία υποκαθιστούσαν τις μεγάλες μάζες από συμπαγείς τοιχοδομές (Τσακανίκα 2006). Κατά την Τσακανίκα αυτή η αρχιτεκτονική δεν ξαναεμφανίστηκε και δεν προϋπήρξε, μάλιστα δεν είχε καν συνειδητοποιηθεί ως σήμερα. Ίσως γιατί οι ανασκαφείς και οι μελετητές της προϊστορικής εποχής ήταν στην πλειονότητά τους επηρεασμένοι από άλλα πρότυπα, κυρίως από την εντελώς διαφορετική αρχιτεκτονική της κλασικής αρχαιότητας, περίοδο κατά την οποία οι τεχνικοί δεν ήταν εξοικειωμένοι με τα ξύλινα συστήματα ενίσχυσης των τοίχων και έτσι δεν αναγνώριζαν το δομικό ρόλο των εγκιβωτισμένων ξύλινων στοιχείων που ανακάλυπταν στις τοιχοποιίες, καθώς και τον εξέχοντα ρόλο του ξύλου στη διαμόρφωση του φέροντα οργανισμού των κτιρίων αυτής της εποχής.

        Κατά τον 1ο αιώνα μ.Χ. και παρότι είχαν περάσει περίπου δύο χιλιετίες μετά τη μινωική εποχή, ο Πλίνιος αναφέρει πως η Κρήτη ήταν η χώρα του κυπαρισσιού (όπως αντίστοιχα ο Λίβανος του κέδρου). Το κυπαρίσσι πρέπει να ήταν το συνηθέστερο είδος δέντρου στο νησί, γεγονός που αποδεικνύεται και από τη χρήση του στη ναυπηγική (Λάζος 1996). Άλλωστε έχουν βρεθεί στοιχεία και για εξαγωγή του από την Κρήτη, όπως προκύπτει από αιγυπτιακά αρχεία όπου αναφέρεται μεταφορά ξύλου με καράβια στην Αίγυπτο από τους Κεφτί, που θεωρείται ότι ήταν οι Κρήτες.

        Η χρήση του κυπαρισσιού έχει καταγραφεί σε διάφορα μινωικά κτίρια. Έχει πιστοποιηθεί στην Κνωσό, ύστερα από αναλύσεις που έγιναν σε υπολείμματα ξύλων μεγάλων διατομών τα οποία βρέθηκαν στο μεγάλο κλιμακοστάσιο, επίσης στα Μάλια, όπου βρέθηκαν απανθρακωμένα υπολείμματα κιόνων από κυπαρίσσι, στο νέο ανάκτορο της Φαιστού αλλά και σε άλλες αρχαιολογικές θέσεις.

      2. ανάκτορα του Μίνωα

Οι σεισμοί είτε ως αποκλειστικό αίτιο είτε σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες υπήρξαν καθοριστικός λόγος για την εξέλιξη της μινωικής αρχιτεκτονικής. Αποτέλεσμα μιας συγκυρίας καταστάσεων και παραγόντων υπήρξε η μινωική αρχιτεκτονική, στην οποία μπορεί να συντέλεσε και η μακρά ειρηνική περίοδος που φαίνεται ότι βίωσε η Κρήτη (Τσακανίκα 2006). Η τεχνογνωσία ήταν έτοιμη γιατί η υψηλή ναυπηγική τέχνη δάνεισε τις τεχνικές της από τα καράβια στα κτίρια. Κύριο χαρακτηριστικό της μινωικής ανακτορικής αρχιτεκτονικής και δομικής τέχνης είναι η χρήση ξύλινων φορέων και πολύ λιγότερο η λαξευτή τοιχοποιία Τα κτίρια αποτελούν ανά όροφο μικτές κατασκευές, στις οποίες η συμμετοχή του ξύλου είναι πολύ μεγάλη, αφού ανά 1,0 έως 3,5 m υπάρχουν ξύλινα τρισδιάστατα πλαίσια είτε ως πολύθυρα, είτε ως θύρες και παράθυρα, είτε ως ξύλινοι πεσσοί στα άκρα και σε άλλες θέσεις των τοίχων, είτε ως κατακόρυφες ξύλινες ενισχύσεις στους τοίχους από αργολιθοδομή. Η χρήση των ξύλινων αυτών πλαισιωτών κατασκευών υπαγορεύεται κυρίως από την ανάγκη έκφρασης μιας πολυώροφης διάτρητης αρχιτεκτονικής εντυπωσιακής και μοντέρνας. Το δομικό σύστημα αυτό δίνει τη δυνατότητα κατασκευής αιθουσών μεγάλου ύψους και σημαντικών διαστάσεων, με πολλά ανοίγματα, όχι μόνο στους ορόφους αλλά κυρίως στο ισόγειο, σε μια έντονη σεισμική περιοχή (Τσακανίκα 2006). Τα μινωικά κτίρια, ανάκτορα, επαύλεις και οικίες παρουσιάζουν υψηλότατο βαθμό αρχικού σχεδιασμού.

Ο Άρθουρ Εβανς ανασκαφέας και αναστηλωτής των ανακτόρων του Μίνωα το 1905 αποφάσισε την ανακατασκευή των αρχικών ξύλινων κιόνων με πέτρα και επίχρισμα και των κυρίως δοκών με μεταλλικές. Η επιλογή του αυτή απομάκρυνε αισθητά την εικόνα της Κνωσού από την αρχική της μορφή. Επάνω στο μπετόν και στα τσιμεντένια επιχρίσματα «ζωγραφίστηκε» το ξύλο αποδιδόμενο με κάθετες γραμμές. Χωρίς να αποφευχθεί και ένα μεγάλο λάθος, το οποίο επισήμανε κατά τη μελέτη της η Τσακανίκα, ότι οι πεσσοί του ανακτόρου ήταν και αυτοί ξύλινοι και όχι λίθινοι όπως τους υποδήλωσε ο Έβανς. Γιατί άραγε δεν επελέγη το ξύλο κυπαρισσιού της Κρήτης που χρησιμοποιούσαν οι Μινωίτες και υπάρχει στην Κρήτη; Ίσως και εδώ κυριάρχησε η άγνοια του ξύλου ως υλικού, όπως συμβαίνει και σήμερα στην Ελλάδα. Πολλά όμως έχουν αλλάξει και από αυτήν την αναστύλωση των αρχών του 20ού αιώνα, μάλιστα άγνωστο από ποιους και πότε. Ωστόσο η αναγνώριση διεθνώς του μινωικού πολιτισμού οφείλει πολλά στην Κνωσό του Εβανς.


    1. Εφαρμογές ξύλου στους κλασικούς χρόνους

      1. Γενικά στοιχεία

Κατά τους αρχαϊκούς αλλά ιδίως κατά τους κλασσικούς και τους μετέπειτα χρόνους, ναοί, στοές, οικίες, πολλές φορές κατασκευάζονταν από ξύλο εξ ολοκλήρου ή εν μέρει, όπως για παράδειγμα για θεμελιώσεις, ξυλοδεσιές, πατώματα, πόρτες, παράθυρα, οροφές, στέγες κ.α. Η χρήση του ξύλου, το είδος, τα εργαλεία κατεργασίας του, τρόποι και μέσα σύνδεσης, μεταφοράς και ανύψωσης θα αναπτυχθούν περιληπτικά στη συνέχεια.

Πηγές γραπτών πληροφοριών είναι οι μυκηναϊκές πήλινες πινακίδες γραμμικής Β΄ γραφής από την Κρήτη, Πύλο, Θήβες κ.α., οι αρχαίοι συγγραφείς, οι πάπυροι, οι οικοδομικές επιγραφές.

2.3.2 Είδη ξύλων – προέλευση - χρήσεις

Από τον Θεόφραστο, τον Πλίνιο και τον Βιτρούβιο μας γίνεται γνωστό ότι οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν ποικιλία ξύλων για οικοδομικούς σκοπούς και ότι γνώριζαν πολλά στοιχεία που αφορούν το ξύλο ως υλικό. Έτσι γνώριζαν ότι τα διάφορα είδη ξύλου διέφεραν ως προς τη σκληρότητα, τη διάρκεια, την αντίσταση στην κάμψη και τη θλίψη, την υγροσκοπικότητα, δηλαδή την αντίδρασή τους όταν ήταν εκτεθειμένα στην υγρασία ή την ξηρασία, καθώς επίσης και την διαφορετική αξία ανάλογα με την ηλικία των δένδρων από τα οποία προέρχονται ή την εποχή του έτους κατά την υλοτομία τους, ή και ανάλογα με τον τόπο προέλευσής τους.

Οι Έλληνες συνήθως αναφέρονταν στο ξύλο ως «οικοδομική ύλη» ή ως «ερέψιμον ύλη» δηλαδή προς κατασκευή ορόφων ή στεγών. Ο Πίνακας που ακολουθεί παρουσιάζει τα ονόματα των δένδρων που χρησιμοποιούσαν για τα διάφορα είδη ξύλου.

ΠΙΝΑΚΑΣ 2.1 . Είδη δένδρων, των οποίων το ξύλο χρησιμοποιούσαν οι Αρχαίοι Έλληνες στις κατασκευές

image

Ακάνθης (ακακίας-σπανιότερη χρήση) Αμπέλου

Αρίας (είδος δρυός, κοινώς αριά) Δρυός (δένδρο, ρουπάκι)

Εβένου (βένιο στην Αττική, αρχοντόξυλο στην Κρήτη)

Ελαίας (αγριελιάς) Ελάτης

Ερινέου (αγριοσυκιάς)

Θυίας (είδος κέδρου της Αφρικής με ευχάριστη οσμή)

Καρυάς (καρυδιά) Κέδρου (ασιατικό κέδρο)

Κρανείας (κρανιά) Κυπαρίσσου Λωτού

Μελίας (μελιός, δεσποτάκι) Μίλου (σμίλαξ, Fraxinus) Οξυάς

Πεύκης ή πιτύος Πρίνου (πουρνάρι)

Πτελέας (φτελιά, καραγάτσι) Πύξου (πυξάρι, τσιμισίρι) Συκαμίνου (σκαμνιά) Φιλύρας (φλαμούρι, τίλιο) Φοίνικος (φοινικιά)



Οι αρχαίοι Έλληνες γνώριζαν την ποιότητα των ξύλων ανάλογα με την περιοχή (στην Ελλάδα) και τη χώρα προέλευσης τους. Η προμήθεια ξυλείας μεγάλων διαστάσεων για δημόσια έργα γινόταν από μακρινές περιοχές. Κατά τον Θεόφραστο άριστη ξυλεία για τεκτονικούς σκοπούς ήταν η Μακεδονική, διότι ήταν λεία και ″αστραβής″. Μετά από αυτή, ήταν η Ποντική (Ποντιακή) στη συνέχεια από τον Ρύνδακα ποταμό (ο σημερινός Αδρανός της Δυτικής Μ. Ασίας) και ακολούθως η Αινιανική (Φθιώτιδος). Οι χειρότερες όλων ήταν η Παρνασσιακή (η προερχόμενη από τον Παρνασσό) και η Ευβοϊκή γιατί ήταν οζώδης (με πολλούς ρόζους) και εύσηπτη1 (σάπιζε εύκολα). Ειδικά η Μακεδονική χρησιμοποιούνταν και για ναυπηγικούς σκοπούς, όπως αναφέρεται από τους αρχαίους συγγραφείς2 και τις επιγραφές3. Ξυλεία εξάγονταν για οικοδομικούς σκοπούς από την Κόρινθο, τη Σικυώνα, Αρκαδία, Ζάκυνθο, Κρήτη, Κάρπαθο, Μίλητο, Μ. Ασία, Κύπρο, Συρία, από τη Θουρία Σικελίας, ακόμα και από τη Κύρνο (Κορσικής), που θαυμάζονταν για το μεγάλο μήκος της4 .

Σχήματα και διαστάσεις των πριστών

Για τα σχήματα και τις διαστάσεις του δομικού ξύλου κυριότερες πηγές είναι ο Θεόφραστος1 και ο Πολυδεύκης2, οι επιγραφές του Ερεχθείου Αθηνών3, της Δήλου4, της Ελευσίνας5, ο Σοφοκλής, ο Αριστοφάνης, ο Πλάτων, ο Πίνδαρος, ο Ησύχιος κ.α.

Οι αρχαίοι Έλληνες, όταν μεταχειρίζονταν τα άξεστα (δηλ. τους κορμούς σε στρόγγυλη μορφή, όπως οι σημερινοί στύλοι), τα ονόμαζαν ″στρογγυλά″ ή ″γόγγυλα″, τα δε πριονισμένα τα έλεγαν ″σχιστά″ και άλλοτε ″πελεκητά″ (όπως τα λέμε και σήμερα), δηλαδή ξεχονδρισμένα με πέλεκη (τσεκούρι), και αναλόγως των πριστών ή πελεκητών πλευρών τους τα ονόμαζαν «τετράγωνα - τετράτομα», «τρίτομα», «ημίτονα». Τα διαμορφωμένα με εγκοπή πριστά ξύλα μικρών διαστάσεων ήταν τα ″παράτομα″ ή ″παρατετμημένα″, ″απότομα″ ή ″αποτετμημένα″. ″Τόμους″ ονόμαζαν τα τμήματα των ξύλων γενικά. Στην επιγραφή της Ελευσίνας6 αναφέρονται και ξύλα ″μονόβολα″ και ″δίβολα″ δηλαδή αποτελούμενα από ένα ή δύο τεμάχια. Τα τεμάχια που συνδέονταν με εντορμίες (πατούρα, γκινισιά). Δηλ. η σημερινή ξυλεία τύπου ραμποτέ, ονομάζονταν από τους αρχαίους ″πηκτά″,

σύμπηκτα″ ή ″ενήλατα7 .

Για τις διαστάσεις των πριστών οι πληροφορίες προέρχονται από τις επιγραφές στα μνημεία. Ο Θεόφραστος θεωρεί μεγάλου μήκους τα ″δωδεκάπηχη″ (=5,88 m) από ακακίες της Αιγύπτου. Στην επιγραφή της Δήλου8 αναφέρεται ξύλο ελάτινο μήκους 18 πήχεων (=8,82 m). Άλλη επιγραφή από την Αθήνα9 (Ερεχθείου) αναφέρει ξύλα 24 ποδιών (=7,84 m), επιγραφή της Επιδαύρου10 ξύλα στρογγυλά μήκους 24 ποδιών (=7,84 m). Άλλη από τη Δήλο11 δοκό μήκους 16 πήχεων (=7,84 m), άλλη από τη Δήλο επίσης, ξύλα 16 πήχεων (=7,84 m).

Συνηθισμένα ξύλα μήκους 12 πήχεων ήταν τα ελάτινα, κέδρινα και δρύινα. Το ίδιο μήκος είχαν και τα ξύλα για τους σφηκίσκους12 της στέγης. Αναφέρονται επίσης στις επιγραφές δοκοί

″ενδεκάπηχεις″ (=5,39 m) συχνά σανίδες πτελιάς μήκους 16 ποδιών (=5,23 m), σανίδες 15 ποδιών (=4,90 m), ξύλα σχιστά μήκους 12 ποδιών (=3,924 m) σανίδες μήκους 10 ποδιών (=3,127 m) και πολλά άλλα μικρότερων διαστάσεων.

Από την επιγραφή του 346 π.Χ.13 που αφορά τη σκευοθήκη στον Πειραιά του αρχιτέκτονα Φίλωνα από την Ελευσίνα, γνωρίζουμε για τις μεγάλες διατομές των ξύλων των στεγών των δημόσιων κτιρίων, τη σύνθεση καθώς και τις ονομασίες μιας ξύλινης αρχαίας στέγης:

α. Τα ξύλινα εσωτερικά ″επιστύλια″ και οι ″μεσομναι″ (το εγκάρσιο ξύλο που τοποθετείται από επίκρανο σε επίκρανο των εσωτερικών στηριγμάτων της στέγης), είχαν πλάτος 0,82 m και ύψος 0,738 m.

β. Τα ″κορυφαία″ ξύλα της στέγης (κορφιάδες) είχαν πλάτος 0,572 m

γ. Οι ″σφηκίσκοι″, τα μεγάλα κεκλιμένα ξύλα της στέγης (οι αμείβοντες του Ομήρου14) είχαν πάχος 0,205 m και πλάτος 0,307 m.

Τις διατομές των κορυφαίων δοκών των στεγών μερικών ναών τις εκτιμούμε από τις διαστάσεις των υποδοχών στήριξης των ξύλων (″δοκοθήκαι″ κατά τις επιγραφές).

Στον Παρθενώνα μια δοκοθήκη ενδιάμεσος μεταξύ της κορυφαίας και του κάτω άκρου του αετώματος, έχει σχήμα τραπεζίου και διαστάσεις, πλάτος 0.90 m, και ύψη αντιστοίχως 0,63 m και 0,42 m Στο Ερέχθειο η κορυφαία δοκοθήκη της βόρειας πλευράς έχει πλάτος 0,515 m και ύψος 0,65

m. Στα Προπύλαια η δοκοθήκη που διατηρήθηκε έχει πλάτος 0,765 m και ύψος 0,645 m. Στο ναό του Ηφαίστου, το ονομαζόμενο Θησείο, η ανατολική πεντάπλευρη δοκοθήκη της κορυφαίας δοκού έχει πλάτος 0,36 m και στο μέσο ύψος 0,39 m. Στο ναό του Ποσειδώνα στο Σούνιο, η κορυφαία δοκός έχει πλάτος 0,50 m και ύψος 0,37 m. Στον δωρικό ναό του Δία, στο Στράτο Ακαρνανίας, η κορυφαία δοκός έχει πλάτος 0,615 m και ύψος 0,60 m.


Ειδική χρήση του κάθε ξύλου

Η δρυς, την οποία διέκριναν σε πολλά είδη (φηγός, αρία, πρίνος κ.α.) ήταν κατά τον Θεόφραστο ″δυσεργότατη″, δηλαδή κατεργαζόταν πολύ δύσκολα και χρησιμοποιήθηκε στην οικοδόμηση, είτε ολόκληρων ναών, είτε ειδικότερα για στύλους, κατώφλια, τετράξυλα (κάσσες) και ανώφλια πορτών, οβελίσκους (ορθοστάτες), στέγες, ακόμη και για υπόγειες κατασκευές, για ξυλοδεσιές και στην ναυπηγική.

Η αρία (αριά) και ο πρίνος (πουρνάρι) είναι δύο είδη δρυός. Η αριά (το πιο βαρύ από τα ελληνικά ξύλα), κατά τον Θεόφραστο ήταν δύσκολο στην κατεργασία του και χρησιμοποιούνταν στις οικοδομές, αλλά κυρίως για στρόφιγγες (στροφείς) πορτών πολυτελείας, άξονες τροχών, σφήνες, και λαβές εργαλείων (στειλιάρια).

Η κρανεία (κρανιά), είχε ξύλο στερεότατο, χρησιμοποιούταν για ″τύλους″ (καβίλιες), για τα

εμπόλια″ των κιόνων (δηλ. τους ξύλινους πύρους σύνδεσης των επιμέρους σφονδύλων των κιόνων), όπως για παράδειγμα του Παρθενώνα, του ναού του Ποσειδώνα στο Σούνιο, όπως επίσης και για θυρώματα. (Τις δεκαετίες 1950, 1960, 1970 οι ΄΄βέργες΄΄ από κρανιά ήταν το πλέον αποτελεσματικό εργαλείο των δασκάλων για τιμωρία των άτακτων μαθητών. Σημερινή εφαρμογή παρέμεινε η κατασκευή της παραδοσιακής γκλίτσας των κτηνοτρόφων).

Η συκιά και ερινεός (αγριοσυκιά), έδιναν μεν ισχυρό ξύλο όχι για οριζόντιες δοκούς, αλλά για όρθια στηρίγματα, και κυρίως για ικριώματα οικοδομών.

Η συκάμινος (σκαμνιά, μουριά), το ξύλο της οποίας κατά τον Θεόφραστο, είναι ισχυρό, αντέχει στη σήψη και κατεργάζεται εύκολα «μετά τα κυπαριττινά και τα θυώδη (…) ασαπέστατον και ισχυρό άμα και εύεργον».

Η φιλύρα (φλαμούρι) έδινε πολύ μακρύ ξύλο και χρησιμοποιήθηκε κυρίως στις πόρτες και στις οροφές.

Η θυϊα (γνωστό ως τούγια – γένος Thuya της οικογένειας των κυπαρισσοειδών) με αρωματικό ξύλο) αναφέρεται από τον Όμηρο¹ και ήταν ξύλο πολυτελείας για την κατασκευή ορόφων και πορτών.

Ο κέδρος του Λιβάνου, του Ταύρου, Β. Αφρικής και Κρήτης, ήταν πολύτιμος γιατί είχε μεγάλη διάρκεια ζωής και μεγάλες διαστάσεις. Χρησιμοποιούνταν στις οικοδομές για στήριξη βαρών ως δοκός σε πατώματα και οροφές, αλλά και για κλίμακες (σκάλες), πόρτες και εμπόλια, όπως στους κίονες της βόρειας πλευράς του Ερεχθείου. Είδος κέδρου θεωρούσαν και την Άρκευθο επειδή αναπτυσσόταν κοντά του, με ξύλο που έχει μεγάλη αντοχή στη σήψη και στο νερό. Η άρκευθος ωστόσο είναι άλλο είδος του γένους Juniperus.

Η πεύκη χρησιμοποιούνταν όπως και ο κέδρος, σε δομικές και ναυπηγικές κατασκευές.

Η ελάτη, κατά τον Θεόφραστο ″πυκνότατον ξύλον, ανθεκτικόν και διαρκές, αλλά προσβαλλόμενο από την τερηδόνα3 (ξυλοφάγο έντομο-σαράκι), χρησίμευε (όπως και σήμερα) κυρίως για δοκούς οροφής, στέγες αλλά και θύρες.

Το ξύλο του κυπαρισσιού, έχοντας εξαιρετική αντοχή στο χρόνο, στην υγρασία, τη σήψη και δίνοντας μεγάλου μήκους τεμάχια είχε εξέχουσα θέση όπως και ο κέδρος στην κατασκευή κτιρίων, τις στέγες, τις οροφές, τα εμπόλια και τις πόρτες. (Σημείωση: σήμερα δυστυχώς το ελληνικό κυπαρίσσι μένει αναξιοποίητο ως δένδρο των κοιμητηρίων και ως καυσόξυλο και στη θέση του χρησιμοποιείται εισαγόμενη ξυλεία ερυθρελάτης πολύ χαμηλότερης αξίας).

Η πτελέα (φτελιά, καραγάτσι) έδιδε ξύλο με αντοχή στη σήψη και τις καιρικές μεταβολές, ίσιο και με μεγάλη διάρκεια. Χρησιμοποιούνταν στην οικοδομική, για πόρτες και παράθυρα πολυτελείας, αντίζυγα πορτών, κιγκλίδες (κάγκελα) και στροφείς πορτών, φατνώματα οροφών, τροχαλίες, τροχούς αμαξών, λαβές εργαλείων (στειλιάρια) και γόμφους (μεγάλου μεγέθους, σφηνοειδή καρφιά και σφήνες).

Η πύξος (πυξάρι, τσιμισίρι), ξύλο άσηπτο κατά τον Θεόφραστο, χρησιμοποιήθηκε για ξυλολαβές εργαλείων, στρόφιγγες (στροφείς) και ευρέως από τους αρχαίους Έλληνες κατά τις επιγραφές για θυρώματα (κουφώματα), οροφές, φάλαγγες (κατρακύλια).

Η καρυά (καρυδιά), ιδίως η ευβοϊκή, ξύλο στερεό και με διάρκεια στο χρόνο, χρησιμοποιήθηκε για υπόγειες κατασκευές, οροφές και σανιδώματα επειδή παρείχε μακριές δοκούς. Οι αρχαίοι είχαν προσέξει μια ιδιαιτερότητα στο ξύλο της καρυδιάς, ότι προανήγγειλε με κρότο την ρήξη.

Η ελαία (ήμερη και άγρια ελιά) δεν προσβάλλεται από το σαράκι και χρησιμοποιήθηκε για μακριές δοκούς, κατακόρυφους πασσάλους, όχι όμως για μεγάλες οριζόντιες δοκούς. Επίσης χρησιμοποιούταν στη ξυλοδεσιά των πλίθινων τειχών, για σφήνες, εμπόλια και ξυλολαβές (στειλιάρια).

Η μελία (μελιά, δεσποτάκι) παρέχει ξύλο ακατέργαστο και χρησιμοποιήθηκε από τα Ομηρικά ήδη χρόνια4 για κατώφλια και άλλα μέρη πορτών, κανόνες, χάρακες, ξυλολαβές εργαλείων και γόμφους.

Η μίλος αναφέρεται από τον Θεόφραστο «ξυλοχρώματος μελανού» μεν στην Αρκαδία, «ξανθό όμοιον κέδρω» στην Ίδη της Κρήτης. Χρησιμοποιήθηκε σε επενδύσεις κιβωτίων και υποβάθρων ως παρακολλήματα , όπως ονομάζει ο Θεόφραστος τους σημερινούς καπλαμάδες.

Η άκανθα (ακακία) παρείχε ξύλα άσηπτα, ειδικά η «μέλανα» της κάτω Αιγύπτου και πολύ ισχυρά, κατάλληλα λόγω του μεγάλου μήκους τους (δωδεκαπήχη) για οροφές και κατά τον Ηροδότο5 με εφαρμογές στην ναυπηγική.

Ο φοίνιξ (φοινικιά) συνηθισμένο δένδρο της Ανατολής παρείχε μαλακά μεν, αλλά ισχυρά ξύλα κατάλληλα κυρίως για στύλους. Από την επιγραφή της Δήλου6 μας γίνεται γνωστό ότι χρησιμοποιήθηκε το ξύλο του φοίνικα για την παρασκευή μοντέλων «παραδειγμάτων»,.

Η άμπελος έδιδε ξύλο σκληρό και διαρκές7, χρησιμοποιήθηκε παλαιότερα για οικοδομικούς σκοπούς, όπως για παράδειγμα την κατασκευή κιόνων8 και κλιμάκων9. Αργότερα η χρήση του ξύλου της αμπέλου εγκαταλείφθηκε.

Ο λωτός, ένα μικρό δένδρο της Λιβύης παρείχε ξύλο μελανό, πολύ μεγάλης διάρκειας και άσηπτο. Χρησιμοποιήθηκε επίσης για διακοσμητικούς σκοπούς (καπλαμάδες) και στροφείς πορτών.

Ο έβενος, ο οποίος έφθανε στην Ελλάδα όπως και σήμερα από τις Ινδίες και Αφρική (Αιθιοπία). Παρείχε ξύλο μελανού χρώματος, πυκνό, στερεό, διαρκές και άσηπτο. Λόγω της πολυτιμότητάς του χρησιμοποιήθηκε μόνο σε πολυτελείς κατασκευές, όπως για το χρυσελεφάντινο άγαλμα του Διός, ενός από τα 7 θαύματα του κόσμου, για κατασκευές στον ναό της Αρτέμιδος στην Έφεσο και τη Δήλο.


Τιμή των ξύλων

Πληροφορίες για την τιμή των ξύλων μας παρέχονται από τις επιγραφές. Μία από αυτές, της Ελευσίνας, η IG II2 1672, του 4ου π.Χ. αιώνα, μας πληροφορεί (στίχοι 146-147) ότι κέδρινο ξύλο, μήκους 12 ποδιών (= 3,924 m), πλάτους 6 δακτύλων (= 0,1226 m) και πάχους 3 δακτύλων (= 0,0613 m), κόστιζε 70 δραχμές, δηλαδή 2.330 αρχαίες δραχμές το κυβικό μέτρο, τιμή εξαπλάσια του ξύλου της φτελιάς. Η διαφορά οφείλεται στο ότι τα κέδρινα ξύλα προέρχονταν από μακριά (Λίβανο, Ταύρο, Β. Αφρική) και την τιμή επιβάρυναν τα μεγάλα έξοδα της μεταφοράς. Η ίδια επιγραφή (στ. 152-153), μας πληροφορεί ότι σανίδες φτελιάς μήκους 10 ποδιών (=3,27 m),πλάτους 10 δακτύλων (=0,204 m) και πάχους 3 δακτύλων (=0,061 m) η τιμή ήταν δραχμές 14, δηλαδή 350 δρχ/m3.

Στους στίχους 152-153,153-154,156-157,169-170, σανίδες από φτελιά αναλόγως του πάχους, η τιμή ήταν μεταξύ 140 και 314 δρχ/m3. Η ίδια επιγραφή αναφερόμενη σε σχιστά ξύλα μήκους 12 ποδών, πλάτους 10 δακτύλων και πάχους ½ ποδός, η αξία κάθε τεμαχίου ήταν 32 δραχμές, δηλαδή 246 δρχ/m3.

Η πολύτιμη αυτή επιγραφή μας πληροφορεί για την τιμή των ″δοκών″, των″ δοκίδων″, και των ″ιμάντων″ της στέγης ότι η τιμή ήταν 17 δραχμές (στ.63) για κάθε δοκό, 2 δραχμές (στ. 87) για κάθε δοκίδα και 1 δραχμή (στ.64) για κάθε ιμάντα. Τέλος από την επιγραφή της Ελευσίνας πληροφορούμαστε ότι οι μικρές σανίδες ″μελίναι″, δηλαδή από ξύλο μελιάς, προοριζόμενες για

κανονίδας″ και ″ζυγά θυρών″, είχαν τιμή 17 δραχμές το τεμάχιο (στ.191), και για κάθε κορμό κυπαρισσιού χωρίς να αναφέρεται το μήκος, η τιμή ήταν 50 δραχμές.

Στον στίχο 37 της με αρ. 366 επιγραφής από τις επιγραφές της Δήλου1 λέγεται ότι αγοράστηκαν παρά Αριστοφάνους ξύλα οξύινα προς 3 δραχμές το καθένα. Στους στίχους 38, 39 και 40 αναφέρεται προμήθεια ″σφηκίσκων″, δηλαδή των κεκλιμένων ξύλων της στέγης άλλων μεν προς 13,50 δραχμές ή 14 δραχμές το τεμάχιο και άλλων προς 10 δραχμές μόνο, όπως και η προμήθεια δρύινων ξύλων προς 7,30 δρχ και ″καλαμίδων″ (πλέγματα από καλάμι, στα οποία στερέωναν τη δόρωση, δηλ. τη λάσπη, στην οποία επικάθονταν τα κεραμίδια), προς 1 δρχ. το τεμάχιο. Σημειώνεται εδώ ότι η τεχνική κατασκευής της επίπεδης και σχεδόν οριζόντιας στέγης των σπιτιών στα νησιά του Αιγαίου, από οριζόντιες δοκούς άρκευθου, ελιάς και κυπαρισσιού, πάνω στα οποία τοποθετούνταν στρώσεις από πλέγματα καλαμιών, φύκια, χώμα και τέλος στρώση από ειδική άργιλο για την επικάλυψη, σώζεται μέχρι τις μέρες μας (Εικ. 2.7).


image

Εικ.2.7. Παραδοσιακή κατασκευή ταβανιού - στέγης από δοκούς άρκευθου, στρώση καλαμιών και επικάλυψη στρώσης φυκιών και χώματος σε κατοικία της Πάρου (κατοικία και φωτογραφία Κρητικού Θόδωρου).

Από άλλη επιγραφή της Δήλου3 του έτους 275/74 π.Χ. μαθαίνουμε ότι για ξύλα μήκους 7,84 m, η τιμή ήταν 70 δραχμές το καθένα, δύο δε αλλά τεμάχια μήκους 6,86 m εστοίχιζαν το ένα 43 δρχ. και το άλλο 50 δρχ. Από την ίδια επιγραφή μαθαίνουμε ότι δοκοί μήκους 4,90 m στοίχιζε η καθεμία 7 δραχμές και κάθε δρύινος οβελίσκος 6 δραχμές.

Από την επιγραφή της Ελευσίνας του έτους 329/8 π.Χ. έχουμε μία σχετική, αλλά ασαφή πληροφορία. Για την προμήθεια 400 ″επιβλήτων″ (τάβλες) η τιμή ήταν 40 δραχμές, δηλαδή 0.10 δραχμές για κάθε τάβλα. Σε αναλογία προς τα καλύμματα της επιγραφής της Σκευοθήκης, αυτές θα είχαν περίπου τις εξής διαστάσεις, πλάτος 0,110 m και πάχος 0,018 m.

Από τρεις επιγραφές της Επιδαύρου4 του 4ου-3ου αιώνα π.Χ. πληροφορούμαστε τα εξής:


Για μήκος 24 πόδια, δηλ. 7.85m τιμή 12 δραχμές το τεμάχιο Για μήκος 18 πόδια δηλ. 5.88m τιμή 7 δραχμές το τεμάχιο Για μήκος 16 πόδια δηλ. 5.23m, τιμή 6 δραχμές το τεμάχιο Για μήκος 14 πόδια δηλ. 4.58m τιμή 4 δραχμές το τεμάχιο


Η τιμή των δαπέδων, ξύλων μήκους 3,27 m ήταν μεταξύ 3,50 και 6 δραχμών5, ανάλογα με την ποιότητά τους.

Τέλος, για μια άμαξα γεμάτη με τετράγωνα ξύλα μήκους 22 ποδιών, η τιμή ήταν 40 δραχμές και μήκους 23 ποδιών ήταν 48 δραχμές.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ Κεφ. 2.3.2. Είδη ξύλων – προέλευση - χρήσεις

  1. Θεόφραστος: ¨Περί Φυτών Ιστορίαι¨

  2. Θουκιδίδης IV 108,1 – Δημοσθένη XLIX, Πλούταρχος, Δημήτριος Χ, 1

  3. Επιγραφές: Ελευσίνος, IG II²2 1972 IV, Δελφών III, V 41 7-8

  4. Θεόφραστος: ¨Περί Φυτών Ιστορίαι¨, V 8,1

Σχήματα και διαστάσεις των ξύλων

  1. Θεόφραστος: ¨Περί Φυτών Ιστορίαι¨

  2. Πολυδεύκης, Ι, 49

  3. Επιγραφή Ερεχθείου Αθηνών: IG 1² 372E, 7

  4. Επιγραφή Δήλου: IG XI, 2 161D, 123, 128, 130 και 165, 49.51 του 3ου π.Χ. αιώνα

  5. Επιγραφή Ελευσίνας: IG I² 313 101 και 314 111

6,7 Επιγραφή Ελευσίνας: IG II 2² (1) 1672 307 και 308

  1. Επιγραφή Δήλου: IG II 2² (1) 1672

  2. Επιγραφή Ερεχθείου Αθηνών: IG I² 373 61/2

  3. Επιγραφή Επιδαύρου: IG IV 1² 109II 141

  4. Επιγραφή Δήλου: IG XI 2 161D, 2

  5. Τα μεγάλα κεκλιμένα ξύλα της στέγης.

  6. Επιγραφή του 346 π.Χ της σκευοθήκης του Φίλωνα: IG II, 2² (1) 1668

  7. Ιλιάδα, Ψ 712

Εφαρμογές των ξύλων

  1. Οδύσσεια, Ε 60

  2. Εις τους κίονες της Βόρειας προστάσεως του Ερεχθείου

  3. Βιτρούβιος ΙΙ, 9-6

  4. Οδύσσεια, p 339

  5. Ηροδότου ΙΙ, 96

  6. Επιγραφή Δήλου: IG XI 2, 161 A43

  7. Πλίνιος, Nat. Hist. XIX,9

  8. Πλίνιος, Nat. Hist. XIV 9 (αναφέρει μία από τις κλίμακες του ναού της Εφεσίας Αρτέμιδος) 9.Αθήναιος ΙΔ, 651d

Τιμή των ξύλων

  1. F.Durrbach:¨Inscriprtions de Delos¨, υπ. Αριθ. 336,370

  2. Πιθανώς πλέγματα από καλάμι στα οποία έβαζαν τη ¨δόρωσι¨, δηλαδή τη λάσπη στην οποία επικάθονταν τα κεραμίδια.

  3. Επιγραφή Δήλου: IG XI, 2 199A

  4. Επιγραφή Επιδαύρου: IG IV, 1² 109 II

  5. Επιγραφή IG IV, 109 II και IG IV 108


      1. Προστασία ξύλου στην Αρχαία Ελλάδα

        Από τους συγγραφείς και τις επιγραφές γνωρίζουμε ότι τα ξύλα που προορίζονταν για οικοδομικούς σκοπούς (ξυλοδεσιές, πόρτες, οροφές, στέγες), όσο και για λεπτουργικές εργασίες, τα άλειφαν με πίσσα (προϊόν απόσταξης ξύλων με ρητίνη, όπως του πεύκου) για την καλύτερη διατήρησής τους, εφόσον προηγουμένως τα έτριβαν με άμμο1.

        Από τον Βιτρούβιο2 μαθαίνουμε επίσης ότι ως προστατευτικό των ξύλων κατά της σήψης χρησίμευε και το ελαιώδες έγχυμα που προερχόταν από το εγκάρδιο του κέδρου, η λεγόμενη ″κεδρία″ (κεδρέλαιο), η οποία αναφέρεται συχνά και στους πάπυρους.

        Σύμφωνα με όσα αναφέρουν ο Όμηρος, ο Θεόφραστος και άλλοι αρχαίοι συγγραφείς για τη συντήρηση των κατασκευών ξύλου, κυρίως στην ξυλοναυπηγική, οι αρχαίοι Έλληνες και οι Ρωμαίοι χρησιμοποιούσαν κιννάβαρι (θειούχος χαλκός), πίσσα, έλαια, ρητίνες, λίπη, κεριά, κεδρέλαιο, άλμη και θαλασσινό νερό. Ο Μωϋσής αναφέρει ότι ο Νώε άλειψε την κιβωτό εσωτερικά και εξωτερικά με κατράμι (Π.Δ. Γεν. Παρ. 14).

        ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ Κεφ. 2.3.3. Προστασία ξύλου στην Αρχαία Ελλάδα

        1. α) Θεόφραστος: ¨Περί Φυτών Ιστορίαι¨ V, 4.5

          β) Ευστάθιος Θεσσαλονίκης: σχόλια εις Ομήρου Οδύσσεια ζ 227,σ 156 γ) Βιτρούβιος: ¨Περί Αρχιτεκτονικής¨, τόμος ΙΙ, 9, 13

          δ) Κουνουριώτης, Εις τα επιγραφάς Ελευσίνας. Αρ. Δελτίου 8(1923) ε) Επιγραφή IG II 2²(1) 1872. ¨άμμου αγωγαί πέντε¨

        2. Βιτρούβιος: ¨Περί Αρχιτεκτονικής¨, τόμος ΙΙ, 9, 13


      2. Ο τεχνίτης του ξύλου στην αρχαία Ελλάδα

Στην αρχαιότητα κάθε τεχνίτης1 που κατεργαζόταν σκληρές ύλες, ονομαζόταν γενικά τέκτων, ως κατεξοχήν όμως ″τέκτων″ θεωρούνταν ο τεχνίτης του ξύλου. Ο Όμηρος τέκτονες2 χαρακτηρίζει τους ναυπηγούς3, αλλά και τους οικοδόμους4. Ο Ευριπίδης5 χαρακτηριστικά αναφέρει ″τέκτων γαρ ών έπρασσες ου ξυλουργικά″. Ο Πλάτων6 ορίζει ως ″τεκτονικήν την τέχνην των πριζόντων και τρυπόντων και ξεόντων και τορνευόντων″ και γενικά τέκτονα εννοεί τον ξυλουργό και λακωνικά δίδει τον ορισμό,

τεκτονική, χρήσις και εργασία περί το ξύλο7″.

Τέκτων θεωρούνταν και στην Ελληνιστική εποχή κυρίως ο κατασκευαστής στεγών. Από επιγραφές8 πληροφορούμαστε ότι για την κατασκευή της στέγης και της εσωτερικής οροφής του Ερεχθείου, αναφέρονται ταυτόχρονα ″τέκτονες″ και ″ξυλουργοί″ και ″πρίσται″ (τεχνίτες χειριστές πριονιών για παραγωγή της πριστής ξυλείας). Κατά τον Γρηγόριο Νύσση9 (4ο μ.Χ. αιώνα), τέκτονες ονομάζονταν και οι ξυλογλύπτες, ″και τέκτων εις ζώων φαντασίαν το ξύλον εμόρφωσε″.

Από επιγραφές και κυρίως του Ερεχθείου10, του έτους 408/7 π.Χ. πληροφορούμαστε ότι το ημερομίσθιο του τέκτονα (πρίστη, ξυλουργού κλπ) ήταν περί τα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ. γενικά 1 δραχμή, όσο και του αρχιτέκτονα11. Στο τελευταίο τρίτο του 4ου π.Χ. αιώνα (329 π.Χ.) τα ημερομίσθια είχαν υψωθεί και διέφεραν κατά ειδικότητα. Από την επιγραφή της Ελευσίνας12 πληροφορούμαστε (στ 26/27) ότι οι ξυλουργοί έπαιρναν ημερομίσθιο 2 δραχμές και 3 οβολούς (=2 ½ δραχμές), με τη διαφορά ότι ήταν ″οικόσιτοι″, δηλαδή ότι η διατροφή ήταν σε βάρος τους. Στην ίδια επιγραφή (στ.111) αναγράφεται ότι οι αποκεραμώσαντες την πάροδον του τείχους οικόσιτοι και αυτοί τέκτονες έλαβαν ημερομίσθιο 2 δραχμές, οι δε πρίσται οικόσιτοι και αυτοί, 3 δραχμές″.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ Κεφ. 2.3.4. Ο τεχνίτης του ξύλου στην Αρχαία Ελλάδα


  1. Ησύχιος ¨τέκτων πάς τεχνίτης¨, Σουϊδας ¨τέκτωνֹ κοινώς τεχνίτης ο λιθοξόος, και των ξυλίνων ειδήμων¨

  2. Ιλιάδα Ε, 59

  3. Ευστάθιος Θεσσαλονίκης 1175 μ.Χ: σχόλια εις Ομήρου Οδύσσεια ρ383, σ. 1825, 16

  4. Ιλιάδα Ζ 315/316

  5. Ευρυπίδης απόσπασμα 988

  6. Θεάγης 124b

  7. Πλάτων, Πολιτεία Δ 428b,c

8. Επιγραφή: IG I² 33927, 373 65.245

  1. Μigne, Eλ. Πατρολογία 46, στ. 737b

  2. Επιγραφή Ερεχθείου: IG I² 374 88

  3. Επιγραφή: IG I² 374 108/9

  4. Επιγραφή Ελευσίνας: IG II 2² (1) 1672


2.3.5 Εργαλεία κατεργασίας

Στην προϊστορική εποχή χρησιμοποιούσαν πέτρινα τσεκούρια, με τα οποία υλοτομούσαν τα δάση (Τσουμής 2007). Μεγάλα χειροπρίονα της Μινωϊκής περιόδου βρέθηκαν στην Κρήτη (Μουσείο Ηρακλείου), με μήκος μέχρι 1,63 m.

Μεγάλες ποσότητες εργαλείων της μινωικής-μυκηναϊκής εποχής ξαναβρίσκονται στη ρωμαϊκή αυτοκρατορική περίοδο (Εικ. 2.8). Πολλά εργαλεία διατήρησαν το σχήμα τους μέχρι και τον 19ο αι.


image


image image

Εικ. 2.8. Επάνω: α) Τσεκούρια, σκαπάνες και σφυριά 1,2: σκαπάνες από την Πριήνη και την Ολυμπία 3,5: τσεκούρια από την Ολυμπία και το Ηράκλειο 6: διπλό τσεκούρι 7-9:σκαπάνες από την Πριήνη, 10: σφυρί β) Λιθουργικά εργαλεία 1-6: σμίλες 7: διπλό τσεκούρι, 8: διαβήτης 9: τρυπάνι περιστροφικό 10: βαρίδια 11: γωνία με νήμα της στάθμης.

(Από: W. Muller-Wiener)

Κάτω: Χάλκινα εργαλεία από το εργαστήριο του Φειδία για την κατασκευή του χρυσελεφάντινου αγάλματος του Διός (Βικάτου Ο. 2006.)


Τα εργαλεία της Εικ. 2.8 επάνω χρησιμοποιούσαν οι λιθοξόοι και οι λατόμοι σε ότι αφορά την πέτρα και οι ξυλουργοί για το ξύλο (απλά και διπλά τσεκούρια: 3α, 5α και 6α). Για την κατεργασία του ξύλου εκτός από τα τσεκούρια χρησιμοποιούσαν τα πριόνια και το σκεπάρνι, το οποίο σήμερα συνδυάζει σφυρί και τσεκούρι. Υπήρχαν βεβαίως και τα σφυριά, τα τρυπάνια, διάφορα είδη βελονών, ροκάνια, λίμες και ράσπες. Τα εργαλεία αυτά δεν διαφέρουν σχεδόν καθόλου από τα αντίστοιχα της νεότερης εποχής, γεγονός που σημαίνει ότι οι μέθοδοι κατεργασίας του ξύλου δεν είχαν ουσιαστικές διαφορές.

Τα εργαλεία κατεργασίας του ξύλου ονομάζονταν ″τεκτονικά σιδήρια1, ″τεκτονικά όργανα2,

εργαλεία3, ″σκεύη4 , ″άρμενα5 και τα οποία δεν έχουν μεγάλη διαφορά από τα σημερινά, πολλά από αυτά άλλωστε ήταν κοινά προς τα εργαλεία του λιθουργού και του οικοδόμου.

Κατά τον σοφιστή Ιούλιο Πολυδεύκη (Β΄ αι. μ.Χ. ονομαστικό λεξικό,146)4 τα κύρια ξυλουργικά εργαλεία ήταν το τσεκούρι, το σκεπάρνι, το πριόνι, η σφύρα, το τέρετρο, το τρύπανον ή τρυπανούχος άρις και η ρίνη (ξυλοφάγος), για τα οποία γίνεται αναφορά στη συνέχεια.

α. Το τσεκούρι ήταν γνωστό στην Ελλάδα από τα προϊστορικά χρόνια και από αναφορές στον Όμηρο7. Λίθινα τσεκούρια της νεολιθικής εποχής (3.500-2.500 π.Χ.) βρέθηκαν στο Διμηνιό, στο Σέσκλο και από χαλκό στο Σέσκλο8. Το τσεκούρι ήταν είτε απλό και λεγόταν «ημιπέλεκκον» η πέλεκυς «ετερόστομος»9, είτε διπλό «διπλούς»10, «δίστομος»11 ή «αμφίστομος»12 ή και «αξίνη»13.


image image

Εικ. 2.9 Εικ. 2.10

Διπλό τσεκούρι σε ανάγλυφο στα Σφακιά Τεφροδόχος κάλπη ρωμαϊκών χρόνων του Μουσείου των Χανίων (1ος μ.Χ. αιώνα) με παράσταση εργαλείων ξυλουργού


Το τσεκούρι κατασκευάζονταν είτε από χαλκό και συχνότερα από ορείχαλκο, δηλαδή από κράμα χαλκού και κασσίτερου σε αναλογία 10% για μεγαλύτερη σκληρότητα, είτε από σίδηρο και μάλιστα από χάλυβα14. Για στειλιάρι χρησιμοποιούσαν συνήθως ξύλο ελιάς ή δρυός. Τσεκούρια και των δύο ειδών εικονίζονται σε ανάγλυφα (Εικ.2.9 & Εικ. 2.10), σε μελανόμορφα και ερυθρόμορφα αγγεία (2.11), καθώς και σε αγάλματα, όπως το χάλκινο αγαλμάτιο του Μουσείου του Λούβρου (Εικ.2.12). Το τσεκούρι συνδυάζονταν και με σφύρα οπότε ονομάζονταν σφυροπέλεκυς.

β. Το σκέπαρνον15, όπως και το σημερινό σκεπάρνι, είναι και αυτό διαφορετικό είδος τσεκουριού. Χρησιμοποιήθηκε πολύ νωρίς για την κατεργασία του ξύλου, διέφερε όμως ουσιαστικά από αυτό διότι η κατεργασία με τσεκούρι ήταν ″χονδρότερη″ (βαρύτερη) εργασία, η οποία γινόταν πρώτα και ακολουθούσε η ″λεπτότερη″ κατεργασία του ξύλου με το σκεπάρνι16. Συνήθως είχε σχήμα καμπύλο, διότι αυτό διευκόλυνε την κατεργασία του ξύλου, το οποίο ήταν τοποθετημένο σε κατακόρυφη ή θέση με κλίση (Εικ. 2.13, 2.14). Μεγάλη ήταν και η χρήση του στη ναυπηγική17.


image

Εικ. 2.11 Παραστάσεις τσεκουριών σε μελανόμορφα και ερυθρόμορφα αγγεία.


image

Εικ. 2.12. Τεχνίτης ξύλου με διπλό τσεκούρι και ξύλινο στειλιάρι. (Χάλκινο αγαλμάτιο του Μουσείου του Λούβρου)


image



Εικ. 2.13 Κατεργασία ξύλου με το σκεπάρνι (καμπύλο σκέπαρνον), σε ερυθρόμορφο αγγείο του 5ου αι. μ.Χ. του Βρετ. Μουσείου


image

Εικ. 2.14 Ανάγλυφη παράσταση ξυλουργού που κατεργάζεται ξύλο με σκεπάρνι, σε επιτύμβια στήλη ρωμαϊκών χρόνων από τη Λάρισα.


γ. Το πριόνι (ο πρίων) ήταν και παλαιότερα γνωστό. Στην Κρήτη βρέθηκαν πολλά ορειχάλκινα πριόνια από τα μεσοελλαδικά και τα υστεροελλαδικά χρόνια (Μουσείο Ηρακλείου). Εφευρέτης φέρεται ο Αθηναίος Δαίδαλος και κατά πολλούς ο ανιψιός του Τάλως, για τον οποίο ο Διόδωρος ο Σικελιώτης18 αναφέρει: «διόπερ κατασκευασάμενος εκ σιδήρου πρίονα, και δια τούτου πρίζων την εν τοις έργοις ξυλίνην ύλην, έδοξεν εύχρηστον ευρηκέναι μέγα προς την τεκτονικήν τεχνην». Το πριόνι μνημονεύεται συχνά από τους αρχαίους συγγραφείς και τις επιγραφές, που αναφέρουν την πρίση ή την πρισμήν ή την διαπρίωσιν των ξύλων, άλλοτε δε τους πρίστας ή τους πρίσαντας.

Το αρχαίο πριόνι αποτελούνταν από ″οδοντωτό″19 σιδερένιο έλασμα, σε αντίθεση προς τον

λιθοπρίστη πρίονα20 του οποίου το έλασμα ήταν ″μαχαιρωτό″ δηλαδή χωρίς οδόντωση, σαν μακρύ μαχαίρι. Η μορφή του πριονιού διέφερε ανάλογα με τον τρόπο χειρισμού. Το απλό πριόνι από σιδερένιο οδοντωτό έλασμα το χειριζόταν ένα μόνο άτομο και ήταν εφοδιασμένο με ξύλινη, τοξοειδή λαβή. Εικόνες απλών πριονιών υπάρχουν σε ανάγλυφα και ζωγραφισμένες σε αρχαία αγγεία, όπως στον ερυθρόμορφο κύλικα του Μουσείου του Βερολίνου του 5ου π.Χ. αιώνα. Στην Εικ. 2.15 διακρίνουμε κρεμασμένο το πριόνι κατακόρυφα και το οδοντωτό έλασμα, έχοντας τρύπα σε κάθε άκρη, φανερό ότι ανήκει σε σύνθετο πριόνι (καταρράκτη ή κουραστάρι), γνωστό στην αρχαιότητα, το οποίο είχε δύο βραχίονες (μπρατσόλια) και το χειρίζονταν ένας ή δύο εργάτες.


image

image

Εικ. 2.16 Τοιχογραφία της Πομπηϊας, που

εικονίζει τον Έρωτα που πριονίζει με σύνθετο πριόνι. (κουραστάρι)


Εικ. 2.15

Αναθηματικός βωμός του Μουσείου του Καπιτωλίου, με παράσταση εργα- λείων ξυλουργού.


Το κουραστάρι το διακρίνουμε σε λίθινο αναθηματικό βωμό στο μουσείο Καπιτωλίου στη Ρώμη (Εικ.2.15) και χρονολογείται προς το τέλος του 1ου π.Χ. με αρχές του 1ου μ.Χ. αιώνα. Το διακρίνουμε επίσης σε τοιχογραφία της Πομπηίας (Εικ. 2.16) και σε άλλη στο Ηράκλειο Κάτω Ιταλίας (Herculanum) (Εικ.2.17). Το κουραστάρι χρησιμοποιείται διαχρονικά όπως στις μέρες μας.


image

Εικ. 2.17. Τοιχογραφία από το Ηράκλειο που εικονίζει πρίση τεμαχίου ξύλου με καταρράκτη.


image

Εικ. 2.18. Παράσταση του Αισώπου με σφυρί σε ερυθρόμορφο κύλικα στο Βατικανό.


image

Εικ. 2.19 Σφυριά μεταγενέστερων χρόνων.

.

δ. Η σφύρα (σφυρί ή μεταλλική σφύρα) είναι πολύ παλιά, γνωστή από τα προϊστορικά χρόνια (Εικ.

2.18 & Εικ. 2.19), η οποία χρησιμοποιούνταν από τους χαλκουργούς - σιδηρουργούς «χαλκείς» και τους ξυλουργούς. Αναφέρεται από τον Όμηρο και αργότερα από Έλληνες συγγραφείς και σε επιγραφές21. Την μικρή σφύρα χρησιμοποιούσαν οι τεχνίτες ξύλου για το κάρφωμα των ξύλων.

Η αρχαία σφύρα είχε ξύλινη ή σιδερένια λαβή, όπως αναφέρεται στις επιγραφές της Δήλου. Η σιδερένια σφύρα ήταν μεγάλη και βαριά, στα άκρα επίπεδη, εργαλείο των χαλκέων και ονομαζόταν

ραϊστήρ″. Οι ξύλινες χειρολαβές (στειλιάρια) ήταν κατασκευασμένες από αγριελιά, πυξάρι, φτελιά, μελιά και από πεύκο για τις μεγάλες σφύρες22.

Σφυριά απεικονίζονται στα αγγεία και στα ανάγλυφα και όπως προκύπτει από αυτά (Εικ. 2.18

& Εικ. 2.19), το μεν ένα άκρο τους είναι συνήθως επίπεδο, τετράγωνο ή κυκλικό, το δε άλλο κατέληγε σε οξεία ακμή και τις ονόμαζαν σφύρες ″αμφιπλήγες″. Τα σφυριά καθώς και τα σκεπάρνια είχαν πολλές φορές το καμπύλο άκρο σχισμένο στα δύο (δίχειλον)23 για ευκολία αφαίρεσης μεταλλικών καρφιών. Οι ξυλουργοί χρησιμοποιούσαν επίσης και την ξυλόσφυρα (ματσόλα) με ξύλινο επικρουστήρα για το σκάλισμα και την κατεργασία του ξύλου με σκαρπέλα, όπως παρουσιάζεται στην Εικόνα 2.23.

Ε. Το τρυπάνι (τρύπανον ή τέρετρον)24 ήταν από τα σπουδαιότερα εργαλεία του ξυλουργού και του ναυπηγού, χρησιμοποιούμενο για το τρύπημα του ξύλου και άλλων σκληρών υλών. Εφευρέτης και αυτού θεωρείται ο Δαίδαλος. Το τρυπάνι το οποίο περιστρεφόταν με ιμάντα που περιελισσόταν, ήταν γνωστό στα Ομηρικά χρόνια, όπως προκύπτει από χωρίο της Οδύσσειας (ι 384-386), το οποίο αναφέρει χαρακτηριστικά πως, «όπως με τρυπάνι τρυπά το καραβόξυλο τεχνίτης και από κάτω το στρέφουν άλλοι με λουρί στο ένα και στ΄άλλο μέρος γυρίζει αδιάκοπα και αυτό».

Τα τρυπάνια διακρίνονταν σε δύο είδη: το απλό που περιστρέφεται κατευθείαν στρεφόμενο από τον εργάτη και το άλλο που περιστρέφεται με ιμάντες ή με τόξο. Το απλό τρυπάνι αποτελείται συνήθως από τρία μέρη: α) τη σιδερένια αιχμή, δηλαδή το καθαυτό τρυπάνι, β) από έναν ξύλινο κυλινδρικό άξονα με ελικοειδείς ραβδώσεις, ο οποίος στο κάτω άκρο έφερε την υποδοχή της σιδερένιας αιχμής, γ) από την ξύλινη λαβή. Το σύνολο ονομαζόταν ″αρίς25 (αρίδα). Ειδικότερα,

αρίς″ ονομαζόταν το σχοινί που περιελισσόταν γύρω από το τρυπάνι, του οποίου τα άκρα προσαρμόζονταν ως χορδή στα άκρα τοξοειδούς ξύλου. Το τρυπάνι άνοιγε οπές στο ξύλο, περιστρεφόμενο παλινδρομικά με τη βοήθεια σχοινιού ή ιμάντα που περιελίσσεται δύο ή τρεις φορές γύρω από αυτό. Το τρυπάνι για το τρύπημα των λίθων διέφερε μόνο στη διαμόρφωση της σιδερένιας αιχμής. Στις Εικ. 2.20 & Εικ. 2.21 απεικονίζονται τρυπάνια περιστρεφόμενα με την βοήθεια τόξου. Το είδος αυτό χρησιμοποιείται σπάνια και σήμερα, το δε τόξο ονομάζεται δοξάρι.


image image image

Εικ. 2.20 Εικ. 2.21 Εικ. 2.22

Παράσταση τρυπανιού Παράσταση τρυπανιού (αρίδας) Επιτύμβια στήλη ρωμαϊκών χρόνων στρεφόμενου με τόξο. στρεφόμενου με τόξο σε σφραγιδόλιθο με παράσταση πλάνης και

Μύθος της Δανάης. στο Βρετανικό Μουσείο. άλλων ξυλουργικών εργαλείων.

(Μουσείο Βοστόνης)

στ. Η ρυκάνη (ροκάνη, πλάνη), ήταν σιδερένιο έλασμα, πλατύ με οξύ άκρο, μέσα σε ξύλινη κατασκευή που έφερε στο πάνω μέρος λαβή, κινούμενο οριζόντια και παλινδρομικά, για πλάνισμα του ξύλου. Συχνά απεικονίζεται σε επιτύμβιες στήλες (Εικ. 2.22).

Ζ. Η ρίνη (αρνάρι, ξυλόλιμα, ξυλοφάγος, ράσπα) κυρίως σιδερένιο αλλά και από χαλκό, μακρύ με μικρό πλάτος και με χαραγές26 στις επιφάνειές του. Χρησίμευε για ισοπέδωση των ανωμαλιών του ξύλου ή και σιδήρου μερικές φορές (ιδίως πυρομένου). Αναφέρεται και αυτό από συγγραφείς και απεικονίζεται σε αγγεία.

η. Ο ξυστήρ ή ξοϊς (σκαρπέλο), χρησιμοποιούταν ειδικότερα από τους λεπτουργούς (ξυλογλύπτες) αλλά και από τους μαρμαρογλύπτες. Ήταν κοντό και σχετικά στενό σιδερένιο εργαλείο, με οξεία ευθεία ακμή, με προσαρμοσμένη ξύλινη λαβή. Για τη χρήση του ο λεπτουργός χρησιμοποιούσε το ξυλόσφυρο (ματσόλα)27.

Η επιγραφή του Ερεχθείου28, στο στίχο 68 αναφέρει τεχνίτη «αναξέσαντα» και στο στίχο 263 ξυλουργούς ″αποξέσαντες″, με χρήση σκαρπέλου. Το ίδιο και σε επιγραφή της Δήλου21 δίνεται παραγγελία: ″τάς θύρας ξύσαι″. Απεικονίζεται σε αγγεία, όπως για παράδειγμα στην ερυθρόμορφη κύλικα στο Μουσείο της Κοπεγχάγης. Στο ανάγλυφο (Εικ. 2.23) του Βρετανικού Μουσείου, όπου εικονίζεται ο μύθος της κατασκευής της Αργούς, άνδρας κρατά με το αριστερό χέρι το σκαρπέλο και με το υψωμένο δεξί χέρι που κρατά ξυλόσφυρο (ματσόλα), ετοιμάζεται να επιφέρει χτύπημα στο σκαρπέλο, η αιχμή του οποίου βρίσκεται πάνω στο ξύλο που κατεργάζεται.


image

Εικ. 2.23. Παράσταση τεχνίτη με ματσόλα και σκαρπέλο σε πήλινο ανάγλυφο ρωμαϊκών χρόνων του βρετανικού μουσείου.


Θ. Ο γλύφανος30 (γλυφίς, γλυφείον, γλυπτήρ και σμίλη) είναι παραλλαγή της ξοϊδος, με διαφορά στην τομή του σιδερένιου άκρου της. Ονομάζονται και αυτά σκαρπέλα ξυλογλύπτη (κυρτά σκαρπέλα, σγρόμπιες, λούκια, τρίγωνα σκαρπέλλα κ.α.), μόνο που το σχήμα διαφέρει γιατί εδώ είναι καμπύλο ή με τριγωνική ακμή κοπής, χρησιμοποιείται δε κυρίως από ξυλογλύπτες για το σκάλισμα των ξύλων.

Ι. Ο τόρνος κατατάσσεται και αυτός στα ξυλουργικά εργαλεία. Ήταν γνωστός από την Ομηρική εποχή καθώς ο Όμηρος αναφέρει31 τορνώσεται ανήρ″, φαίνεται δε ότι οναμαζόταν και ″δίνος″, όπως δηλώνεται από τον Όμηρο ″δινωτήν κλισίη″ και ″δινωτά λέχη″ (τορνευτά κλινάρια), δηλαδή τα έπιπλα αυτά είχαν τορνευτά πόδια. Κατά τον Πλίνιο32,εφευρέτης του τόρνου ήταν ο Θεόδωρος ο Σάμιος. Η λέξη τόρνος είχε την έννοια του κυκλικά περιστρεφόμενου τορνευτικού τροχού, αλλά και την έννοια του σημερινού διαβήτη (κοινώς κομπάσο) (Εικ. 2.22), ασφαλώς όμως, όπως μαρτυρεί ο Θεόφραστος33 αναφέροντας συχνά λέξεις όπως ″τορνευτήριον″, ″τορνεύω″, ″εύτορνος″ κ.α. Με τον τόρνο κατασκεύαζαν στερεά σώματα με περιστροφή αλλά και επίπεδα με τον διαβήτη. Ο τορνευτικός τροχός ή και το χάραγμα από αυτό ονομάζεται αργότερα ″τόρμα″.

Κατά την εκτέλεση των έργων ο τεχνίτης, κυρίως ο λιθουργός και ο οικοδόμος, χρησιμοποιούσε τον κανόνα, τον πήχυ, τον διαβήτη, την στάθμην (αλφάδι), την λινέην (το ράμα) , την κάθετον (το ζύγι) και τον γνώμονα ή προσαγωγείον.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ Κεφ. 2.3.5. Εργαλεία κατεργασίας του ξύλου

  1. Επιγραφή 5ου π.Χ. αι.: IG I² 313128, και 314145

  2. Πλάτων Επιν. 975c. Λουκιανός, Παρασ. 17 κ.α.

  3. Λουκιανός, Ζευς έλεγχ. 11, θεών διάλ. 7,2, Αρτεμίδωρος IV 28

  4. Πολυδεύκης Ι, 146

  5. Παλατινή ανθολ. VI, 205, 1: τέκτονος άρμενα ταύτα Λεοντίχου

  6. Ευρυπίδης (Κρητ. απόσπ. 472), ¨χαλυβω πελέκει¨

  7. Ομήρου οδύσσεια ε 234, i 391- Ιλιάδα Ν391, Ψ114, Ψ851, Ν612

  8. Τσούντας Χ. 1908. Αι προϊστορικαί ακροπόλεις Διμηνίου και Σέσκλου, στηλ. 307-318

  9. Συνέσιος, επιστ. ΡΗ΄

  10. Ομήρου οδύσσεια Ε 234

  11. Ησύχιος (λεξικογράφος, Ε΄αι. μ.Χ,): λ. πελεκέα

  12. Στράβων ΙΓ΄4.24(εκδ. Meineke, σ.1091)

  13. Γαληνός (η αξίνη ως εργαλείον του τέκτονος), Θρασύβουλ. Κεφ.XLIII

  14. Ευριπίδης (Κρητ. Απόσπ. 472=NAUCK2, TGF 6.505: χαλύβω πελέκει

  15. Σοφοκλ. Απόσπ. 797: ου σκέπαρνος ουδέ πρίονος πληγαί

  16. Πλούταρχος, Περί σαρκοφαγίας Λογ.Β΄, 2

  17. Λουκιαν. Ζεύς ελεγχ. 11: ουδέ η ναύς έργον του σκεπάρνου…αλλά του ναυπηγού

  18. Διόδωρος ο Σικελιώτης ΙV 76,5

  19. Θεόφραστος: Περί Φυτών Ιστορίαι V, 6,3 20. Επιγραφή: I GI2 313129 και 31414721.

21. Επιγραφή: I GII2 2(1) 1672304

  1. Θεόφραστος, Περί φυτών Ιστορίαι Iστ. V, 7,8 (Wimmer I σ. 153)

  2. Γαληνός, C. Med. Gr. XIX (1830) σ. 146, 14

  3. Ησύχιος, σ. 752,43

  4. Ιπποκρ. Περί άρθρων εμβολής (C.M.Gr. XXIII (1827) σ. 156)

  5. Παλaτ. ανθολ. (Ανάθημα Λεοντίχου VI, 205, 1-2)

  6. Παλατ. ανθολ. 205,5

  7. Επιγραφή Ερεχθείου: IGI2 373

  8. Επιγραφή Δήλου: IGX1,2 142 46

  9. Ομήρ. Υμν. Εις Ερμήν, 41

  10. Ομήρου Οδ. Ε 249

  11. Nat. Hist. VII, 198

  12. Θεόφραστος, Περί φυτών Ιστορίαι V, 6.4


      1. Εφαρμογές του ξύλου ως δομικό υλικό

        Στις αρχαίες κατασκευές το ξύλο είχε διάφορες εφαρμογές. Κατά τους αρχαϊκούς ιδίως χρόνους αλλά και στους κλασσικούς και τους μετέπειτα χρόνους, ναοί, στοές, οικίες κατασκευάζονταν εξ ολοκλήρου ή εν μέρει από ξύλο. Αλλά ακόμη και όταν τα κτίσματα ήταν πλίνθινα ή λίθινα και πάλι το ξύλο χρησιμοποιούνταν σε ορισμένα μέρη, όπως στις θεμελιώσεις, τις ξυλοδεσιές, τα πατώματα, τις πόρτες, τα παράθυρα, τις οροφές, τις στέγες κλπ.


        1. Εφαρμογές του ξύλου σε λατομεία και μεταφορά λίθων


          Στα λατομεία ασβεστόλιθου και μαρμάρου γινόταν η εξόρυξη των λίθων σε ζητούμενες διαστάσεις ανοίγοντας αυλάκια πλάτους 40-60 cm, σε μαλακά πετρώματα 10-20 cm, στις τρεις ή τέσσερεις πλευρές του φυσικού βράχου. Στη συνέχεια αποσπούσαν τους ογκόλιθους σχίζοντάς τους με σφήνες από ξηρό ξύλο, το οποίο διογκωνόταν με χρήση νερού. Κατά τη διόγκωση του ξύλου δημιουργούνται τεράστιες δυνάμεις, οι οποίες προκαλούν το σχίσιμο του βράχου. Για να επιτυγχάνεται η μέγιστη δυνατή διόγκωση των σφηνών ξύλου χρησιμοποιούσαν είδη ξύλου με μεγάλη πυκνότητα, μεγάλη υγροσκοπικότητα και μεταβολή των διαστάσεων και σε εφαπτομενικές τομές (νερά ξύλου σε σχήμα παραβολής), οι οποίες διογκώνονται διπλάσια απ΄οτι οι ακτινικές τομές (παράλληλα νερά ξύλου). Για μικρότερους ογκόλιθους χρησιμοποιούσαν σιδερένιες σφήνες. Με αυτό τον τρόπο ήταν επίσης δυνατή η απόσπαση μεγάλων τεμαχίων και ήδη από την αρχαϊκή εποχή υπάρχουν εντυπωσιακές σχετικές μαρτυρίες: Στις Συρακούσες (570/550 π.χ.) μονολιθικοί κίονες μήκους 6-8 m και με διάμετρο 1,8-2 m (βάρος περίπου 35 tn.), στη Δήλο (τέλη του 7ου αι. π.χ.) το άγαλμα του Απόλλωνα ύψους 9 m, και στη Νάξο οι γιγαντόλιθοι (μήκος 8 m περίπου και βάρος 22 ton) του ναού του Απόλλωνα που χτίσθηκε από τον Λίγδαμη (περί το 530 π.χ.). Η εργασία στα λατομεία ήταν σκληρή και επικίνδυνη. Οι στοές εξόρυξης είχαν πλάτος 50-60 cm και ύψος 90 cm. Οι εργάτες ήταν

          δούλοι (έμψυχα εργαλεία κατά τον Αριστοτέλη), οι οποίοι εργάζονταν επί 12 ώρες την ημέρα επί 360 ημέρες το χρόνο.


          Λίθοι βάρους 10-15 τόνων, που φτάνανε μέχρι και 50-70 τόνους, έπρεπε να μεταφερθούν από τα λατομεία σε αμαξιτούς δρόμους και στο εργοτάξιο. Για το κατέβασμα από τα λατομεία υπήρχαν κατηφορικοί στενοί δρόμοι, μέσω των οποίων γινόταν η καθέλκυση πάνω σε κυλίνδρους ή ξύλινα έλκηθρα (Εικ. 2.24). Τέτοιοι δρόμοι διακρίνονται συχνά ακόμη και σήμερα στο έδαφος, ενώ κοντά τους παρατηρούνται οπές στο βράχο, όπου στερεώνονταν πάσσαλοι για το δέσιμο των βοηθητικών σχοινιών. Η μεταφορά από τον αμαξιτό δρόμο στο εργοτάξιο ή στο κοντινότερο τόπο προσάραξης πλοίων γινόταν με βαριές άμαξες.


          image


          Εικ. 2.24. Μετατόπιση λίθου από λατομείο (Από: W. Muller-Wiener).


        2. Εφαρμογές του ξύλου σε οικοδομικές κατασκευές


          Σημαντική υπήρξε η χρησιμοποίηση του ξύλου για οικοδομικούς σκοπούς στην αρχαιότητα, τόσο στα δημόσια όσο και στα ιδιωτικά κτίρια των Ελλήνων. Η φθαρτή φύση του ξύλου δεν επέτρεψε τη διατήρησή του έως σήμερα, πλην ελάχιστων εξαιρέσεων, όπου ήταν στεγανά προστατευμένα από τις ατμοσφαιρικές επιδράσεις, όπως τα εντός των σφονδύλων των κιόνων των κλασικών μνημείων σε ειδικά λαξεύματα, όπου βρέθηκαν ανέπαφα κυβικά μέτρα ξύλα κυπαρισσιού, ελάτης, κέδρου (κίονες βόρειας προέκτασης του Ερεχθείου) ή κρανείας, τα ″εμπόλια″ κατά τις επιγραφές, και οι άξονες περιστροφής, οι ″πόλοι″ από ξύλο αγριελιάς, μερικά των οποίων φυλάσσονται σήμερα στο μουσείο της Ακρόπολης.


          Θεμέλια και Τοιχοποιϊα

          Για τα θεμέλια των κτιρίων προτιμούνταν ο φυσικός βράχος επί του οποίου τοποθετούνταν οι λιθόπλινθοι. Αν δεν υπήρχε βράχος τότε επέλεγαν ένα από τα τρία είδη θεμελίωσης: συμπαγείς πλάκες θεμελίων, θεμελίωση σε λωρίδες ή σε επιμέρους σημεία και θεμέλια σε μορφή εσχάρας. Ενδεικτική είναι η κατά περίπτωση τοποθέτηση στις τάφρους των θεμελίων υλικών από τα οποία προσδοκούσαν όφελος, όπως π.χ. στρώσεις τέφρας ή ξυλάνθρακα.(W. Muller-Wiener).

          Για την τοιχοποιϊα στην πρώιμη εποχή επικρατούσαν απλές μορφές τοίχων, όπως οι διάφορες ξύλινες κατασκευές ή επίσης μικτές κατασκευές από ξύλο, αργιλόχωμα και πέτρα. Οι πιο απλοί ήταν οι τοίχοι που απαρτίζονταν από κατακόρυφους ξύλινους πασσάλους και ελαφρά κατασκευή πλέγματος με ή χωρίς επίχρισμα λάσπης (Εικ. 2.25). Κατασκευές με ξύλινο σκελετό για τους επάνω ορόφους και τους εσωτερικούς τοίχους ιδιωτικών κατοικιών ήταν συνηθισμένες μέχρι και την ελληνιστική εποχή, όπως αποκαλύπτεται στις πόλεις κοντά στον Βεζούβιο.


          image

          Εικ.2.25. Σχέδια τοίχου σε μορφή πλέγματος (Α) και τοίχου από ωμόπλινθους με ξύλινη ενίσχυση (Β).


          Το ξύλο συναντάται σε διάφορες μικτές κατασκευές: ως ενίσχυση σε τοίχους από ωμόπλινθους (Λευκαντί, Ερέτρια, ναός Ορθίας Αρτέμιδας στη Σπάρτη, προϊστορική Ανατολία). Πιο συχνή είναι η χρήση του ξύλου ως ξυλοδεσιά (σαινάζ) σε τοίχους από μη σταθερά υλικά, όπως οι ακατέργαστες πέτρες, αργιλόχωμα κ.α. όπου τα ξύλινα στοιχεία κατά μήκος και πλάτος, σε μορφή σχάρας, αποσκοπούσαν στη μεγαλύτερη σταθερότητα των τοίχων (Εικ. 2.25Β). Για τέτοιες ξυλοδεσιές ο Βιτρούβιος συνιστά ξύλο άγριας ελιάς και ο Φίλων ξύλο δρυός.

          Οι κίονες και ο θριγκός

          Οι κίονες αποτελούνταν από μεμονωμένους σφονδύλους, με εξαίρεση τους μονολιθικούς κίονες, ύψους 8m περίπου, των αρχαϊκών ναών των Συρακουσών και τους άνω των 6 m κίονες του ναού του Απόλλωνα στην Κόρινθο. Οι σφόνδυλοι προσαρμόζονταν προσεκτικά ο ένας πάνω στον άλλον, ενώ οι έδρες τους κατεργάζονταν γενικά ως επίπεδες παράλληλες επιφάνειες. Στην αρχαϊκή εποχή οι μεμονωμένοι σφόνδυλοι συνδέονταν κυρίως με μεγάλους και δυνατούς ξύλινους γόμφους, που έμπαιναν ένθετα στο κέντρο των κιόνων. Στην κλασική εποχή εμφανίσθηκαν οι πιο περίπλοκοι τριμερείς γόμφοι με πόλο και εμπόλιο (Παρθενώνα και Προπύλαια, ναός του Ποσειδώνα στο Σούνιο). Αυτές οι μορφές γόμφων, ξύλινες αρχικά, μεταλλικές αργότερα, αντικαταστάθηκαν από τον 4ο αι. π.Χ. με συνδυασμούς στρογγυλών κεντρικών γόμφων ή σιδερένιων αξονίσκων, που τοποθετούνταν στα πλάγια, με διάφορες δυνατότητες συνδυασμού.

          Μερικά κτίρια της αρχαϊκής εποχής χτίσθηκαν κατά τον παλιό τρόπο, δηλ. με ξύλινο θριγκό πάνω σε λίθινους κίονες.


          Οροφές και στέγες

          Τα στοιχεία που υπάρχουν για τις ξύλινες κατασκευές οροφών (ταβανιών) και στεγών είναι λίγα. Στην κοσμική αρχιτεκτονική κανόνας ήταν οι οριζόντιες ξύλινες οροφές. Στους ναούς ο σηκός και τα πτερά, όταν είχαν μεγάλο βάθος, καλύπτονταν με ξύλινες οροφές (συνήθως με φατνώματα), οι οποίες συνδέονταν συχνά με την κατασκευή της στέγης. Τα ελεύθερα ανοίγματα ποικίλουν από 5,5-8,5 m στη Μεγάλη Ελλάδα κατά τον 6ο αι. Στην Μητροπολιτική Ελλάδα τα ανοίγματα αυξάνονται βαθμιαία σε 8,5-11,5 m (Παρθενώνας) τον 5ο αι. π.Χ. Οι διατομές των ξύλινων δοκών ήταν μεγάλες. Ενδείξεις για το πάχος των ξύλινων στοιχείων μας δίνουν οι εγκοπές, στις οποίες στηρίζονταν οι δοκοί. Στην κοσμική αρχιτεκτονική χρησιμοποιούνταν επίσης δοκοί με μεγάλες διατομές. Για το σκελετό ταβανιών ορόφων ιδιωτικών κατοικιών στην Αμμότοπο με ελεύθερο άνοιγμα 7 m οι δοκοί έχουν εγκοπές διαστάσεων 29x26 cm. Στη Δήλο για την κάλυψη δεξαμενών ιδιωτικών κατοικιών χρησιμοποιούνταν δοκοί διατομής 15x15 cm, που είχαν τα άκρα τους επενδεδυμένα με μολύβδινες πλάκες, για να προστατεύονται από την υγρασία..

          Οι δαπάνες για οικοδομική ξυλεία αποτελούσαν ένα σημαντικό τμήμα του συνολικού προϋπολογισμού των οικοδομών. Το μεγαλύτερο μερίδιο είχαν οι κατασκευές στέγης.

          Η πιο απλή μορφή στέγης που απαντά συχνά σε ιδιωτικές κατοικίες και σε πρώιμους ναούς ήταν η επίπεδη στέγη με ανοίγματα συνήθως 4-5 m. Σε απλά οικοδομήματα χρησιμοποιούσαν συχνά ακατέργαστη ξυλεία (Εικ. 2.26).


          image

          Εικ. 2.26. Επίπεδη στέγη κατασκευασμένη από ξυλεία και αργιλόχωμα (Ανατολία). (Από: W. Muller- Wiener).


          Από τον 9ο αι. π.Χ. εμφανίσθηκαν και οι επικλινείς στέγες. Στους ναούς μετά από τις πρώτες τετράκλινες και τρίκλινες στέγες κυριαρχεί η σαμαρωτή στέγη με κλίση 13-16ο. Στην κοσμική αρχιτεκτονική συναντάμε και πιο μικρές κλίσεις μέχρι 11ο.

          Σε κτίρια πλάτους 10-14 m και με εσωτερική σειρά στηριγμάτων ή ενδιάμεσο φέροντα τοίχο, δηλ. με ελεύθερο άνοιγμα 4-6 m, οι στέγες αναπαρίστανται ως απλές με πιο ενισχυμένο κορυφαίο (κορφιά) και με αμείβοντες που ακουμπούν επάνω σε αυτόν, όπως σε στοές στη Βραυρώνα, στο Άργος και στα Προπύλαια στην Αθήνα. Φαίνεται πως υπήρχαν και κατασκευές από κεκλιμένους παχύτερους αμείβοντες, ελκυστήρες (ιμάντες ή καδρονικό επικάλυψης), που τοποθετούνταν κάθετα πάνω στους αμείβοντες και με μια στρώση από λεπτότερους αμείβοντες, όπως τους περιγράφει ο Βιτρούβιος (στοά στον Ωρωπό, Εικ. 2.27-3). Τέλος υπήρχαν κατασκευές που αποτελούνταν από οριζόντια σειρά δοκών τοποθετημένων επάνω στην κιονοστοιχία και πάνω τους πατούσε μια φέρουσα κατασκευή στέγης με κοντά κατακόρυφα ξύλινα υποστηρίγματα (παπάδες) και οριζόντια δοκάρια που στηρίζονταν πάνω σ΄ αυτά. (Εικ. 2.27). Αμείβοντες χρησιμοποιούνται γενικά σε ελεύθερα ανοίγματα 3-7,5 m και τοποθετούνταν σε αποστάσεις 0,6 μέχρι 0,8 m περίπου. Οι διατομές των ξύλων ήταν πολύ μεγάλες κρίνοντας από τις εγκοπές όπου έμπαιναν. Υπάρχουν παραδείγματα όπως: κορυφαίος μήκους 5,7 m είχε διατομή 30x45 cm, μια στρώση δοκών στον ασβεστολιθικό ναό των Δελφών με μήκος δοκών 9,65 m είχε διατομή 30x30 cm, αμείβοντες στη Βραυρώνα με μήκος 5,5 m ανά 90 cm μεταξύ τους είχαν διατομή 40 έως 45x30 cm περίπου.


          image

          Εικ. 2.27 Αναπαραστάσεις στεγών: 1: Ποσειδωνία, ο λεγόμενος ναός του Ποσειδώνα –Ήρας, 2: Σελινούντας-Gaggera, ο ναϊσκος της Μαλοφόρου Δήμητρας, 3: Ωρωπός, στοά του Αμφιαρείου (Από: W. Muller-Wiener).


          Πολλές φορές χρησιμοποιούσαν και στρογγυλά ξύλα (στύλους) με ελάχιστη κατεργασία. Η κατεργασία της οικοδομικής ξυλείας γινόταν κυρίως με το τσεκούρι. Για λεπτότερα ξύλα, όπως πέταυρα της στέγης, σανίδες και λεπτά καδρόνια γινόταν χρήση πριονιού.

          Οι πρώιμες μορφές στέγης που περιγράφηκαν παραπάνω αντικαταστάθηκαν με φέρουσες κατασκευές από σύστημα ζευκτών, όπως αναπαρίσταται με περιορισμένη πιθανότητα στην Εικ. 2.27-2. Το πρώτο δείγμα κατασκευής αυτού του είδους αποτελεί το πάνθεον της Ρώμης.

          Οι στέγες κατασκευάζονταν για να στηρίξουν την ξύλινη οροφή του χώρου (τα ταβάνια) στην κάτω πλευρά τους και για να φέρουν τα κεραμίδια της στέγης στην εξωτερική πλευρά. Η πιο απλή μορφή στέγης είναι η επίπεδη στέγη με αργιλόχωμα, που συναντάμε ακόμη και σήμερα στις αγροτικές περιοχές της Μ. Ασίας και του Αιγαίου (Εικ.2.28): ένα στρώμα αποτελούμενο από σανίδες, κλαδιά, καλάμια ή ψάθες, τα οποία τοποθετούνταν πάνω σε μια επίπεδη στρώση δοκών, έφερε ένα επίστρωμα από αργιλλόχωμα, το οποίο ήταν αναμεμιγμένο με άχυρο ή λεπτό χαλίκι και έπρεπε κάθε χρόνο να ενισχύεται και να συμπιέζεται.


          image


          image

          Εικ.2.28. Επίπεδη στέγη σε κατοικία στις Λεύκες της Πάρου, όπως σώζεται μέχρι σήμερα, αποτελούμενη από οριζόντιες δοκούς άρκευθου ανά 80 cm, στρώση από λεπτά κλαδιά αγριελιάς, στρώση από φύκια, στρώση από αργιλόχωμα και τελευταία εξωτερική στρώση από ειδικό χώμα επικάλυψης.


          Στις επικλινείς στέγες, οι οποίες ήταν πιο δαπανηρές, χρησιμοποιούσαν μαρμάρινα κεραμίδια με πλάτος 0,58-0,75 m και μήκος 0,80-1,08 m. Τέτοιες σκεπές χρησιμοποιήθηκαν πολλές φορές σε ναούς (ναός του Δία στην Ολυμπία, η Ακρόπολη της Αθήνας). Τα μαρμάρινα κεραμίδια τοποθετούνταν απευθείας πάνω στους ελκυστήρες και στερεώνονταν με καρφιά. Το πιο συνηθισμένο υλικό για στέγες ήταν τα πήλινα κεραμίδια σε ποικίλες μορφές. Η στερέωση των κεραμιδιών γινόταν είτε επάνω σε υπόστρωμα αργιλοχώματος για να μη μετατοπίζονται από τον αέρα, είτε χωρίς υπόστρωμα απευθείας πάνω στον ξύλινο σκελετό.


          Πόρτες και παράθυρα

          Ένα από τα πιο σημαντικά αρχιτεκτονικά στοιχεία ήταν η πόρτα, η μορφή της οποίας μαρτυρούσε την τάξη του οικοδομήματος ή του ιδιοκτήτη. Στα απλά κτίρια όλα τα τμήματα της πόρτας (κατώφλι, πλαίσιο και θυρόφυλλα) ήταν κατασκευασμένα από ξύλο. Σε κοσμικά κτίρια της ελληνιστικής εποχής έχουμε ανοίγματα πορτών με λίθινες παραστάδες και λίθινο ανώφλι, όπου έμπαιναν ένθετα το ξύλινο πλαίσιο (η κάσα) και τα θυρόφυλλα (Εικ. 2.29). Τα ξύλινα θυρόφυλλα έφεραν συχνά σιδερένια ή χάλκινα διακοσμητικά στοιχεία. Οι τύποι των πορτών που διαμορφώθηκαν βαθμιαία ήταν η απλή δωρική πόρτα, η επιβλητική ιωνική πόρτα (στα ιερά κτίρια) και η αττική πόρτα. Οι διαφορές αφορούν στη διάταξη του πλαισίου (Εικ. 2.29).


          image


          image

          Εικ. 2.29. Οι πόρτες του μαυσωλείου της Belevi (Έφεσος): αριστερά δωρική, δεξιά ιωνική (κλ.1:10) (Από: W. Muller-Wiener).

          image


          Εικ. 2.30. Αιγές, αγορά: Πόρτα και παράθυρο.


          Τα παράθυρα βρίσκονταν κυρίως στα ανώτερα τμήματα των τοίχων και ήταν ξύλινα. Στους ναούς τα παράθυρα συνήθως ήταν μικρά και προσέφεραν περιορισμένο φως. Στις ιδιωτικές κατοικίες υπήρχαν πιο απλές μορφές παραθύρων αρχίζοντας από τριγωνικές οπές αερισμού μέχρι απλές οπές παραθύρων, που έκλειναν με πτυσσόμενα πατζούρια όπως απεικονίζονται σε αγγεία. Στη Δήλο βρέθηκαν πλατιά πολύφυλλα παράθυρα με ενδιάμεσο στήριγμα και κάγκελα (Εικ. 2.31).


          image

          Εικ. 2.31. Δήλος, παράθυρα ιδιωτικών κατοικιών (αναπαράσταση) (Από: W. Muller-Wiener).


          Οι εσωτερικές σκάλες υπήρχαν σχεδόν σε κάθε κτίριο. Ξύλινες σκάλες κατασκευάζονταν σε συνέχεια πέτρινης σκάλας που κατέληγε σε πλατύσκαλο.


          1. χρήση του ξύλου στα αρχαία μνημεία

            Η χρήση του ξύλου στα αρχαία μνημεία ήταν μεγάλη και αυτό αποδεικνύεται από τις απομιμήσεις ξύλινων κατασκευών στα λίθινα μνημεία. Οι αρχιτεκτονικές μορφές των κιόνων και του θριγκού, είναι μεταφορά στο λίθο ξύλινων μορφών, που εφαρμόσθηκαν στην Ελλάδα από τα Μινωικά ήδη χρόνια. Το ίδιο συνέβη με τα κιονόκρανα (Εικ. 2.32, Εικ. 2.33, Εικ. 2.34, Εικ. 2.35), τον θριγκό των ναών, τις μετόπες και τα τρίγλυφα (τρίγλυφο: αρχιτεκτονικό μέλος από το δωρικό διάζωμα, το οποίο έχει δύο ολόκληρες γλυφές δηλ. διακοσμητικές προεξοχές και 2 μισές μεταξύ των οποίων υπάρχουν τρεις κάθετες προεξοχές), (Εικ. 2.36, 2.37, 2.38). Μίμηση της πατροπαράδοτης ξύλινης καρφωτής κατασκευής στη λίθινη είναι η παρουσία των ήλων (καρφιών) των προσηλωμένων (καρφωμένων) «κανόνων: μικρών πήχεων που βρίσκονται πάνω από τους κίονες και κάτω από τα τρίγλυφα του δωρικού επιστυλίου» στην κάτω επιφάνεια του δωρικού γείσου, όπου υπήρχαν μαρμάρινες πλάκες, που καλούνταν «πρόμοχθοι» και κοσμούνταν από δεκαοκτώ ήλους (καρφιά) ή σταγόνες, ανά έξι σε τρεις σειρές.


            image

            Εικ. 2.32 Παράσταση ξύλινων κιόνων στοάς σε ερυθρόμορφο Αθηναϊκό αγγείο Μητροπολιτικού Μουσείου Ν. Υόρκης


            image


            Εικ. 2.33 Επάνω: Ξύλινοι δωρικοί κίονες σε Αθηναϊκό αγγείο Μητροπολιτικού Μουσείου Ν. Υόρκης (Βρετ. Μουσείο). Κάτω: Πιθανά ξύλινα πρότυπα των επάνω κιόνων κατά Durm


            Πολλοί περίπτεροι αρχαϊκοί ναοί ήταν αρχικά ξύλινοι, που αντικαταστάθηκαν με το χρόνο από λίθινους, όπως για παράδειγμα, οι δύο αρχαιότατοι ναοί του Ηραίου της Ολυμπίας του 8ου αιώνα π.Χ. και του 700 π.Χ. περίπου αντίστοιχα. Από τον ξύλινο πτερό του δευτέρου περιγράφει και ο Παυσανίας κατά τον 2ο αιώνα μ.Χ., έναν κίονα σωζόμενο από ξύλο δρυός στον οπισθόδομο. Ξύλινοι εξωτερικά ήταν αρχικά ο πρώτος περίπτερος ναός του Απόλλωνα στο Θέρμο της Αιτωλίας. Ξύλινο πτερό είχαν επίσης μέχρι τον 5ο αιώνα π.Χ., ο μεγάλος ναός της Λαφρίας Αρτέμιδας στην Καλυδώνα της Αιτωλίας και ο ναός της Ορθίας Αρτέμιδας στην Σπάρτη. Η Εικ. 2.39 παρουσιάζει την ελληνιστική στοά του Ασκληπιείου της Κώ (3ος αι. π.Χ.) της οποίας οι ξύλινες κολόνες με διατομή 18x18 cm, εισέρχονταν μέσα σε τόρμους (οπές) στον στυλοβάτη σε βάθος 45 cm και τα κάγκελα (δρύφακτοι) σε βάθος 18 cm.


            image image


            Εικ. 2.34 Εικ.2.35

            Παράσταση ξύλινου αιολικού κίονα σε ερυθρό- Παράσταση ξύλινου δωρικού κίονα

            μορφο κύλικa (ποτήρι) της Βοστώνης. σε κύλικα της Θέμιδος (Μουσείο Βερολίνου)


            Την μεγαλύτερη όμως απόδειξη για την μεγάλη διάδοση του ξύλου ως υλικό δομής μας παρέχουν οι Μυκηναϊκές πήλινες ενεπίγραφες πινακίδες Γραμμικής Β΄ 1 Γραφής από την Κρήτη, την Πύλο, τη Θήβα κ.α., καθώς και οι αρχαίοι συγγραφείς (μεταξύ αυτών ο Όμηρος και ο Ησιόδος), οι πάπυροι 2 και οι οικοδομικές επιγραφές. Έτσι ο Ησίοδος3, αναφέρεται σε ″θαλαμήια δούρα″ δηλαδή τα ξύλα για την οικοδομή οικίας, ο Πίνδαρος4 με το ″κυπαρισσινόν μέλαθρον″, ο Θουκυδίδης5 αναφέρει περί της ″ξυλώσεως″ των κατοικιών, ο Πλάτων6 περί ¨στεγασμάτων μεγίστων οικοδομήσεων δι΄ερεψίμων (για την κάλυψη των στεγών) δένδρων, ο Δημοσθένης7 περί της ερέψεως των κατοικιών, ο Αριστοτέλης8 περί των ″ξύλων της οικίας″. Ο Φίλων ο Βυζάντιος9 συνιστά τη χρήση ξυλοδεσιών στα τείχη, ο Θεόφραστος10 και ο Ρωμαίος ο Πλίνιος ο νεώτερος11 στη συνέχεια περιγράφουν με λεπτομέρεια διάφορα είδη ξύλων και καθορίζουν την ειδική χρήση του καθενός στην αρχιτεκτονική των Ελλήνων. Ο εμπειρικός Αρχιτέκτονας Βιτρούβιος Πολλίων, που άκμασε περί τους χρόνους του Χριστού, στο έργο του ″περί Ελληνικής Αρχιτεκτονικής12 απηχεί τις τεχνικές γνώμες παλαιότερων Ελλήνων Αρχιτεκτόνων, όπως του Ερμογένη, σχετικά με τη χρήση του ξύλου για οικοδομικούς σκοπούς.

            Τέλος, ο περιηγητής Παυσανίας 13 (2ο μ.Χ. αιώνα) αναφέρει πολύ συχνά περιπτώσεις εφαρμογής ξύλου στην κατασκευή ναών και οικημάτων, όπως για τον ναό του Ιππείου Ποσειδώνος στην Αρκαδική Μαντινεία ότι τον κατασκεύασαν ο Τροφώνιος και ο Αγαμήδης ″δρυών ξύλα εργασάμενοι και αρμοσάντες προς άλληλα (VIII 10.2) ″.


            image


            Εικ. 2.36 Λίθινος δωρικός θριγκός και επάνω, το ξύλινο πρότυπο αυτού.


            image


            Εικ. 2.37. Λίθινος ιωνικός θριγκός και επάνω το ξύλινο πρότυπο αυτού.


            image

            Εικ. 2.38. Κανόνες δωρικού επιστυλίου και Πρόμοχθοι δωρικού γείσου με τις σταγόνες (κεφάλια καρφιών)



            image


            image


            image

            Εικ.2.39. Η ξύλινη στοά του Ασκληπιείου της Κω, του 3ου π.Χ. αιώνα .Επάνω: η αναπαράσταση τμήματος της πρόσοψης. Κάτω: η λεπτομέρεια των οπών είσδυσης των ξύλων των στύλων και του κιγκλιδώματος μέσα στον στυλοβάτη σε κάτοψη.


            ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ Κεφ. 2.3.6 Εφαρμογές του ξύλου ως δομικό υλικό

            1. Προμπονά, Γ. Κ. «Λεξικόν της Μυκηναϊκής Ελληνικής», τομ. Ι, Αθήνα 1978

            2. α) Turner, E.E. 1996. «Ελληνικοί πάπυροι», Αθήνα 1981

              β) Μανδηλαρά, Β.Γ. «Πάπυροι και παπυρολογία», τεύχος Ι, Αθήνα 1978

            3. Ησίοδος: ¨Έργα και Ημέραι¨, στ.807

            4. Πίνδαρος: ¨Πύθιον V¨, 52

            5. Θουκυδίδης: ¨Εις Πολυδεύκη Ζ¨, 124

            6. Πλάτων: ¨Κριτίας¨, 111C

            7. Δημοσθένης: XIX, 265

            8. Αριστοτέλης: ¨Περί ψυχής¨Α,1, 403β

            9. Βυζάντιος: ¨Οχυρωματική¨ΙΙΙ, 3

            10. Θεόφραστος: ¨Περί Φυτών Ιστορίαι¨,V 2.1-V 8.1

            11. Πλίνιος: Plinius, ¨Naturalis Historia¨, XIV-XVI, σποραδικά

            12. Βιτρούβιος: ¨De architectura Greca¨I 5,3.II, 9-10 (βλέπε και Ελληνική έκδοση, αρχ. κείμενο, μετάφραση-σχόλια του Παύλου Λέφα, και πρόλογο του Θεοδοσίου Τάσιου , εκδ.¨Πλέθρον¨1977, Τόμοι Ι και ΙΙ).

            13. Παυσανίας: V16.1, V20.6, VI 24.9, VIII 10.2, IX 3.7


        3. Εφαρμογές ξύλου στον Παρθενώνα και σε άλλους ναούς


Η ελληνική αρχιτεκτονική των μνημείων συνδέεται στενά με την αρχιτεκτονική των ναών, στην οποία εμφανίζεται από τον 7ο αι. π.Χ. η περίσταση που περιβάλλει το ναό και αποτελείται από μια σειρά κάθετων στηριγμάτων και τον οριζόντιο θριγκό. Σε μια μεγάλη περίοδο μερικών εκατοντάδων ετών εξελίχθηκαν παράλληλα οι δύο πιο σημαντικοί ρυθμοί, ο δωρικός με κοιτίδα την Πελοπόννησο και ο ιωνικός ρυθμός με πατρίδα του το Αιγαίο και τη δυτική Μικρά Ασία (Εικ. 2.40). Στην ύστερη κλασική εποχή προστίθεται και ο κορινθιακός ρυθμός.

Στη συνέχεια θίγονται σημεία που σχετίζονται με τη χρήση του ξύλου ως δομικού υλικού σε αρχαίους ναούς.

Στο Θέρμο βρέθηκαν τα λείψανα ενός ναού του Απόλλωνα από την εποχή του 630/620 π.Χ., του οποίου η περίσταση αποτελούταν από 5x15 ξύλινους κίονες με ξύλινα επιστύλια. Σε πήλινα στοιχεία που κάλυπταν τη ζωφόρο ναού στην Καλυδωνία και στην Ήλιδα βρέθηκαν και τρίγλυφα που μαρτυρούν τη βαθμιαία μεταβολή από την καθαρά ξύλινη στη λίθινη αρχιτεκτονική. Ανάλογη μαρτυρία αποτελεί και το Ηραίο στην Ολυμπία, του οποίου οι άλλοτε ξύλινοι κίονες έπρεπε στην πορεία του χρόνου να αντικατασταθούν μαζί με τα κιονόκρανα από λίθινους κίονες.

Όπως στον δωρικό ρυθμό έτσι και στον ιωνικό προηγείται η ξύλινη αρχιτεκτονική της λίθινης. Την μετάβαση από την ξύλινη στη λίθινη αρχιτεκτονική μπορεί στον ιωνικό ρυθμό να την εξηγήσουμε πιο πειστικά εάν ερμηνεύσουμε τους γεισίποδες (τρίγλυφα) ως άκρα δοκαριών, που προεξέχουν.


image

Εικ. 2.40. Δωρικοί και ιωνικοί κίονες (κλ.1:200) (Από: W. Muller-Wiener).


Ο Περίκλειος ή Ικτίνιος Παρθενώνας, ο ναός της Αθηνάς της Παλλάδας επί του ιερού βράχου, είναι ο τρίτος κατά σειρά ναός. Είχαν προηγηθεί ο αρχαϊκός Εκατόμπεδος ναός των μέσων του 6ου αιώνα π.Χ., μεταξύ Ερεχθείου και του σημερινού Παρθενώνα και ο ανεγειρόμενος στην ίδια θέση του σημερινού που καταστράφηκε από τους Πέρσες του Ξέρξη το 480 π.Χ.

Τριάντα τουλάχιστον χρόνια πέρασαν ώσπου οι Αθηναίοι να αποφασίσουν το χτίσιμο του νέου ναού. Στο 447 π.Χ., τα σχέδια του αρχιτέκτονα Ικτίνου ήταν έτοιμα και οι εργασίες άρχισαν με συνεργάτη τον Καλλικράτη και γενικό επόπτη όλων των έργων το Φειδία¹. Η κατασκευή του ναού διήρκησε 9 χρόνια, από το 447-438 π..Χ., κατά το 3 έτος της 85ης Ολυμπιάδας. Τα γλυπτά των αετωμάτων ολοκληρώθηκαν το 432 π.Χ. δηλαδή 6 έτη αργότερα.

Ο Περίκλειος Παρθενώνας είναι γέννημα μιας εξαιρετικής ιστορικής στιγμής, μια μεγαλοφυής καλλιτεχνική σύλληψη και σχεδίαση δύο-τριών ανθρώπων. Οι λεπτομέρειες δείχνουν τον ατομικό τρόπο εφαρμογής των θεμελιακών αρχών της αρχαίας αρχιτεκτονικής στον ναό, στοιχεία που κάνουν πιο ξεχωριστή την ατομικότητα με την ασύγκριτη ακρίβεια και την εκτέλεση των λεπτομερειών του. Είναι ένα θαύμα της αρχιτεκτονικής, της αισθητικής των ορίων του αρχαίου Ελληνικού πνεύματος².

Συμβολή των ξύλινων κατασκευών στην ανέγερση του Παρθενώνα

Η συμβολή των ξύλινων κατασκευών στην ανέγερση του Παρθενώνα υπήρξε τεράστια. Από τη θαυμάσια έκδοση του Μανόλη Κορρέ, Αρχιτέκτονα-Μηχανικού του Ε.Μ. Πολυτεχνείου προέρχονται τα σχέδια και οι πληροφορίες που παρατίθενται στη συνέχεια1.

Ελάχιστοι είναι αυτοί που γνωρίζουν τα στάδια εργασίας από την εξόρυξη των μαρμάρινων όγκων στα λατομεία της Πεντέλης, την μεταφορά στον ιερό βράχο και την ανύψωση στην οριστική θέση των μαρμάρινων μελών του Παρθενώνα, και τη συμβολή του ξύλου στην ανέγερση του Παρθενώνα.

Μοχλοί, σχάρες, βαρούλκα2 (γερανοί), τροχαλίες από ξύλο ήταν απαραίτητα στους χώρους εξόρυξης για την υποστήριξη και την μετατόπισή του (Eικ. 2.41, 2.42, 2.43). Πάσσαλοι, έλκηθρα και φάλαγγες (κατρακύλια), χρησιμοποιούνται στη μεγάλη κατωφέρεια από το σημείο εξόρυξης σε τετράτροχες άμαξες (Eικ. 2.44, 2.45). Ο Βιτρούβιος2 αναφέρει και περιγράφει διεξοδικά τις ανυψωτικές μηχανές των αρχαίων (μέρη, ονοματολογία, λειτουργία), μεταξύ αυτών και το τρίσπαστο (με τρεις τροχαλίες) και το πεντάσπαστο για την ανύψωση πολύ μεγάλων βαρών.


image

Εικ. 2.41 Το μάρμαρο σύρεται με τη βοήθεια σχοινιών και βαρούλκων (Απο: Κορρές Μ. 1993)



image

Εικ. 2.42 Οι λατόμοι ανασηκώνουν σιγά σιγά το κιονόκρανο με ισχυρούς ξύλινους μοχλούς (Απ.ο: Κορρές Μ. 1993)


Από εκεί οι άμαξες, ωφέλιμου φορτίου άνω των 12 τόνων (τόσο ζύγιζε ένα ημικατεργασμένο κιονόκρανο), θα μετέφεραν τους μαρμάρινους όγκους με τη βοήθεια ζευγών ημιόνων στον Ιερό βράχο.


image

Εικ. 2.43 Τα σχοινιά , τανυσμένα σαν χορδή γιγάντιου τόξου, με τη βοήθεια των εργατών μετακινούσαν το τμήμα του ημίεργου κιονόκρανου. (Απ.ο: Κορρές Μ. 1993)


image


Εικ. 2.44. Για τη φόρτωση του μεγάλου όγκου στην άμαξα χρησιμοποιούνταν δύο ισχυρές δοκοί και μερικά κυλινδρικά τεμάχια σκληρού ξύλου μεγάλης διαμέτρου (κατρακύλια). (Απ.ο: Κορρές Μ. 1993)


image

Εικ. 2.45 Γενική άποψη της μεταφοράς του φορτίου. (Απ.ο: Κορρές Μ. 1993)


Ένας έξυπνος μηχανισμός (Eικ. 2.46) με τη βοήθεια μιας τεράστιας τροχαλίας και μια δεύτερη άμαξα φορτωμένη με χαλίκι θα σύρονταν στην κατωφέρεια εύκολα από τα μουλάρια, ανεβάζοντας τη φορτωμένη άμαξα, (απαλλαγμένη από τους ημιόνους) έως το πλάτωμα του βράχου. Στην εικόνα 2.47, φανερώνονται τα ξύλινα ικριώματα και ράμπες στον υπό ανέγερση Παρθενώνα. Με τη βοήθεια ενός τεράστιου ξύλινου γερανού3 (Eικ. 2.48) ο οποίος κινούνταν σε σιδηροτροχιές και γερανό μεταβλητού τόξου, μέσω βαρούλκων, τροχαλιών και σχοινιών τα ανύψωναν και τα ακουμπούσαν στην οριστική τους θέση.


image


Εικ 2.46. Είκοσι ζώα ζεύτηκαν την κενή άμαξα και άρχιζαν να κατεβαίνουν ώστε να ανεβεί το φορτίο. (Απ.ο: Κορρές Μ. 1993)


image

Εικ. 2.47 Εργασίες λιθοξόων για την τοποθέτηση των κιόνων(Απ.ο: Κορρές Μ. 1993)


image

Εικ. 2.48 Άποψη του Παρθενώνα με τις εργασίες των γλυπτών να λαξεύουν (Απ.ο: Κορρές Μ. 1993)

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ ΚΕΦ. 2.3.6.3.1. Γενικά στοιχεία- Συμβολή των ξύλινων κατασκευών στην ανέγερση του Παρθενώνα


  1. Πλουτ. Περικλής 13: Ο Φειδίας «πάντων επόπτης ην».

  2. Καρούζος, Χ. 1985. «Ο Παρθενών, εις μικρά κείμενα», Αθήναι 1985 Καρούζος, Χ. 1981. «Αρχαία Τέχνη», Αθήναι 1981

Μιχελής, Π. 1972. «Η Αρχιτεκτονική ως τέχνη», Δ΄εκδοση, Αθήναι 1973 Μιχελής, Π. 1971. «Αισθητικά Θεωρήματα», Α΄τομ.- Β΄έκδοση, 1971

Β΄τόμ. 1965, Γ΄τομ.1972

Η συμβολή των ξύλινων κατασκευών στην ανέγερση του Παρθενώνα

  1. Κορρές, Μ. 1993. «Από την Πεντέλη στον Παρθενώνα», Αθήναι 1993

  2. Βιτρούβιος. «Περί Αρχιτεκτονικής», Βιβλία Ι-Χ, τομ.Β΄ , εκδ. Πλεθρον, 1977 3.Ορλάνδος, Α. 1958 «Τα Υλικά Δομής των Αρχαίων Ελλήνων»,τομ.Β΄, Αθήναι 1958

(σελ. 101-κεφ. Ανυψωτικά μηχανήματα)


          1. Συνδέσεις ξύλων - σύνδεσμοι και γόμφοι


            1. Συνδέσεις ξύλων


              Ο συνήθης τρόπος εγκάρσιας σύνδεσης των ξύλων ήταν η ″καθήλωσις″, ″εφήλωσις″,

              ενήλωσις″, η οποία γινόταν άλλοτε με ξύλινους ″ήλους″, ″τύλους″, ή ″γόμφους″ (σημερινές καβίλιες) και άλλοτε με μεταλλικά ή οριχάλκινα, και τα οποία σε πόρτες και έπιπλα πολυτελείας είχαν αργυρά ή χρυσά κεφάλια (εφηλίδες).

              Η επιγραφή της Σκευοθήκης του Φίλωνα αναφέρει ότι τα κορυφαία ξύλα της στέγης να συνδεθούν προς «τας μεσομνάς δια κερκίδων»1, δηλαδή με περόνες (Εικ. 2.49B). Με χάλκινες περόνες2 ήταν και η σύνδεση των ξύλων των φατνωμάτων του ναού του Απόλλωνα στη Δήλο.


              image

              Εικ. 2. 49. Διάφορα είδη σύνδεσης των ξύλων

              Η οριζόντια ή κατακόρυφη σύνδεση των ξύλων γινόταν με διαφόρους τρόπους, που μοιάζουν με τις σημερινές μεθόδους. Ο πρώτος είναι ″δια της παραθετικής δεσμεύσεως″3, δηλαδή με τη βοήθεια ξύλινων ή μεταλλικών ″δεμάτων″ ή ″δεσμών″, ή ″βλήτρων″ (σιδερένιων καρφιών) σε διάφορα σχήματα και διαστάσεις. Η σύνδεση των ξύλων γινόταν συνήθως ″δια γομφώσεως, πήξεως, ή και εντορμίας″ (πατούρα, γκινισιά), δηλαδή με τη διείσδυση του τμήματος ξύλου που προεξείχε (μόρσου) μέσα στην αντίστοιχη εσοχή (μορσότρυπα) του άλλου τεμαχίου ξύλου (Εικ. 2.49), ή ακόμη με πελεκόμορφη αντίστοιχη τομή (″πελεκίνου″) σε κάθε ένα από τα συνδεόμενα ξύλα. Τα ξύλα που συνδέονταν με αυτόν τον τρόπο ονομάζονταν ″ενήλατα″, ″πηκτά″ ή ″σύμπηκτα″.

              Ο Παυσανίας4 αναφέρει ότι το πανάρχαιο ιερό του Ιππιου Ποσειδώνα στην Μαντινεία, κατασκεύασε ο Αγαμήδης και ο Τροφώνιος ″δρυών ξύλα εργασάμενοι και αρμόσαντες προς άλληλα″ αναμφίβολα με εντορμία. Τον τρόπο σύνδεσης των ξύλων μιμούνται και οι λίθινοι τάφοι της Λυκίας.

              Από τις επιγραφές διδασκόμαστε ότι είναι συχνή χρήση της εναρμογής ή διαρμογής στις οροφές ναών και τους ενδέσμους των τοίχων, και αυτή θα υπονοεί ο Όμηρος5 λέγοντας ″τέτρηνεν δ’άρα πάντα ήρμοσεν αλλήλοις″. Με ανάλογη εντορμία συνδέονταν οι βαθμίδες των κλιμάκων προς τους ″κλιμακτήρας″, δηλαδή τα κεκλιμένα πλάγια ξύλα (σκαλομέρια), όπως προκύπτει από δύο χωρία του Ευριπίδη6, όπου γίνεται λόγος περί ″ενήλατων βάθρων″ και ″βάθρων κλιμάκων″.

              Τελευταίος τρόπος σύνδεσης των ξύλων ήταν η χρήση κόλλας. Ο Όμηρος7 αναφέρει

              κολλητάς σανίδας″ και αλλού8 ξύλα κολλητά βλήτροισι″, δηλαδή με συνδέσμους. Κατά την επιγραφή της Σκευοθήκης του Φίλωνα9, ο κατασκευαστής ″επιθήσει επιστύλια επί τους κίονας κολλήσας″.

              Από τους αρχαίους συγγραφείς10 και τους παπύρους11, κόλλα ονομάζεται, είτε ″κόλλα τεκτονική″ είτε απλώς ″κόλλα″ όπως στις επιγραφές της Επιδαύρου12, της Δήλου13, της Ελευσίνας14. Κατά τον Πλίνιο, εφευρέτης της κόλλας ήταν ο Δαίδαλος. Στους κλασικούς χρόνους η κόλλα (″ξυλοκόλλης″15) παρασκευάζονταν από τα αυτιά ή τις οπλές ή τα γεννητικά όργανα βοδιών ή ταύρων, η οποία ήταν ισχυρότατη (″ταυρόκολλα″15). Η χρήση αυτής της κόλλας γίνεται ακόμη και σήμερα16. Η ″ιχθυόκολλα″17 (ψαρόκολλα) δεν ήταν άγνωστη στους αρχαίους καθώς την παρασκεύαζαν από το γλοιώδες δέρμα ή τις κοιλιές μεγάλων ψαριών, με εφευρέτη και εδώ τον Δαίδαλο.


              ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ Κεφ. 2.3.6.3.2.1. Συνδέσεις ξύλων

              1. Πλάτων, Φίληβος 51c, Αριστοτέλης, Περί κόσμου 391b 22

              2. Επιγραφή IG II, 2² 1 16682, IG XI, 3

              3. Διοδ. Σικελ ΧΧ 91, 2 VIII 10,2

              4. Ομήρου Οδύσσεια ε 247, Παυσανίας ΖΧ 3,7, Ζ,114 Φοιν 1179

              5. Ομήρου Ιλιάδα Ι, 538, Ιλιάδα 0 678

              1. Επιγραφή σκευοθήκης Φίλωνα IG II² 1 1668 46 (=II, 2 1054)

              2. Γαληνός C.M. Gr XII ¨κόλλης τεκτονικής διαυγούς¨, Ορειβάσιος, Σύνοψις λόγων προς Ευστάθιο, VII 49, 10: ¨κόλλης τεκτονικής¨

              1. Επιγραφή Επιδαύρου IG IV, 1² 102 50

              2. Επιγραφή Δήλου IG XI , 2 203 B97

              3. Κουρουνιώτης, Ελευσινιακά Ι σ 190, στ .14

              4. Αριστοτέλης: Περί τα ζώα ιστ. Γ΄517 29.31. Διοσκουρίδης: ¨Περί ύλης Ιατρικής ¨ΙΙΙ, 87

              5. Κωνστ. και Κυπρ. Μπίρη: ¨Ξυλεία και ξυλουργική¨, Αθήναι 1935,σελ 141

              6. Λοϊζου Α. 1948 ¨Ξύλιναι κατασκευαί¨, Αθήνα σελ 23

              7. Διοσκουρίδης, ¨Περί ύλης Ιατρικής ΙΙΙ 88

              8. Διοσκουρίδης, ¨Περί ύλης Ιατρικής ΙΙΙ

            2. Σύνδεσμοι και γόμφοι (ξύλινα εμπόλια και πόλοι)


              Η δόμηση με πέτρα χωρίς χρήση λάσπης απαιτεί εκτός από τη σωστή επεξεργασία των επιφανειών επαφής, εφαρμογή συνδέσεων στο κατακόρυφο και οριζόντιο επίπεδο επαφής των λίθων. Οι αντίστοιχοι σύνδεσμοι στις ξυλουργικές κατασκευές είναι γνωστοί ως καβίλιες και μόρσα.

              Σύνδεσμοι από ξύλο και σπανιότερα από μέταλλο υπήρχαν ήδη στην Αίγυπτο και την Κρητομυκηναϊκή εποχή. Ήταν κυρίως ξύλινοι σύνδεσμοι σε σχήμα χελιδονοουράς (πελεκίνοι). Οι σύνδεσμοι αυτοί εξελίχθηκαν σε σχήμα Ζ και διπλού Τ (Ι) κατά τη διάρκεια του 6ου αι. π.Χ. και στη συνέχεια σε σχήμα Π κατά τον 4ο αι. π.Χ. (Εικ. 2.50). Οι μορφές των συνδέσμων έχουν κάποια χρονική σχέση αλλά εξαρτώνται και από το είδος του λίθου, τη θέση στο συγκεκριμένο κτίριο και τις τοπικές συνήθειες.


              image

              Εικ. 2.50 Μορφές συνδέσμων: 1: πελεκίνος, 2: σύνδεσμος σχήματος Ζ, 3: σύνδεσμος διπλού Τ, 4: πλατύς και κανονικός σύνδεσμος σχήματος Π. (Από: W. Muller-Wiener).


              Οι ξύλινοι ή μολύβδινοι σύνδεσμοι σε σχήμα χελιδονοουράς χρησιμοποιούνταν κυρίως για μαλακά πετρώματα (ναός Αρτέμιδος στην Κέρκυρα, ναός Αφαίας στην Αίγινα της αρχαϊκής εποχής, στο θησαυρό των Σίφνιων στους Δελφούς) και εξακολουθούσαν να χρησιμοποιούνται σε μερικές περιοχές μέχρι και την ελληνιστική εποχή, κατασκευασμένοι όμως κυρίως από σίδηρο. Πιο διαδεδομένοι ήταν οι σύνδεσμοι διπλού Τ (Ι), που είναι χαρακτηριστικοί για όλα τα κτίρια της κλασικής εποχής στην Αθήνα και την Ελευσίνα, για πολλά κτίρια στους Δελφούς, στην Ολυμπία, στο Ηραίο του Άργους και στη Δήλο. Στην πρώιμη εποχή γίνονταν από ορείχαλκο που ήταν φθηνός ή από σιδερένιο έλασμα, το οποίο σχίζονταν στα δύο ή συγκολλώντας τρεις σιδερένιες ράβδους ή δύο επίπεδα τεμάχια σιδήρου λυγισμένα σε σχήμα Π. Από τα τέλη του 4ου αι. ο σύνδεσμος σε σχήμα Π έγινε η κυρίαρχη μορφή οριζόντιας σύνδεσης πέτρας σε ολόκληρη την ελληνική αρχιτεκτονική.

              Εκτός από τους οριζόντιους συνδέσμους εξίσου σημαντικοί ήταν και οι κατακόρυφοι που συνέδεαν σε κατακόρυφο επίπεδο τις στρώσεις μεταξύ τους. Οι σύνδεσμοι αυτοί ονομάζονταν γόμφοι (Εικ. 2.52, 2.53) και χρησιμοποιούνταν σε μεμονωμένα κτίρια από το α΄ μισό του 6ου αι. π.Χ. αλλά κατά τη διάρκεια του 5ου αι. π.Χ. έγιναν κανόνας. Αρχικά χρησιμοποιούσαν τους ξύλινους γόμφους, οι οποίοι μολυβδοχοούνταν δηλ. περιβάλλονταν με μολύβι σε υγρή μορφή, το οποίο στεγανοποιούσε τον ξύλινο γόμφο και τον προστάτευε από μύκητες, έντομα και μεταβολές των διαστάσεων λόγω ρίκνωσης και διόγκωσης που προκαλείται από την αποβολή και πρόσληψη υγρασίας στο ξύλο. Η μολυβδοχόηση γινόταν μέσω οπών που διανοίγονταν κάθετα ή λοξά με το τρυπάνι (Εικ. 2.54). Πρώιμα δείγματα γόμφων υπάρχουν στον βωμό στο Μονοδένδρι με διαστάσεις: διατομή 6x6 cm και μήκος 7 cm και στους θησαυρούς της Γέλας και της Σικυώνας στην Ολυμπία. Οι γόμφοι στο βωμό της Ήρας στη Σάμο ήταν λίγο πιο μικροί, 3x3 cm. Στους κίονες χρησιμοποιούσαν πιο ισχυρούς ξύλινους γόμφους, όπως π.χ. στο ναό της Αρτέμιδος στην Κέρκυρα, οι οποίοι είχαν μήκος 50 cm και διατομή 15x17 cm.


              image



              Εικ. 2.51. Πριήνη, ναός της Αθηνάς: εγκοπές για συνδέσμους, γόμφους και οπές για τη λειτουργία των σιδερένιων μοχλών τοποθέτησης των λίθων στο υπόστρωμα του πτερού (Από: W. Muller-Wiener).


              image

              Εικ. 2.52. Μορφές γόμφων σε εγκάρσιες και κατά μήκος τομές (κλ. 1:20). 1: χάλκινος γόμφος τοποθετημένος σε ξύλινα εμπόλια (Παρθενώνας), 2,4: ξύλινοι γόμφοι με πλαϊνή αύλακα μολυβδοχόησης, 5: σιδερένιος γόμφος με οριζόντια αύλακα μολυβδοχόησης. (Από: W. Muller-Wiener).


              image

              Εικ 2.53. Έδρα κίονα με αναθύρωση και δύο οπές για στρογγυλούς γόμφους.


              Οι μικρότεροι γόμφοι κατασκευάζονταν από ξύλο ελιάς, κέδρου ή πεύκου, οι οποίοι εμφανίζονταν συχνά μέχρι και τον 3ο αι. π.Χ. (ναός του Απόλλωνα στη Δήλο, παλαίστρα στην Ολυμπία). Για τη σύνδεση των σφονδύλων των κιόνων κατασκευάζονταν συχνά γόμφοι αποτελούμενοι από δύο εισδοχές (εμπόλια ή τύλοι, Εικ. 2.52.1. και 2.55) και ένα κατακόρυφο αξονίσκο (πόλος).


              image

              Εικ. 2.54. Δίδυμα, ναός του Απόλλωνα. Κάθετη αύλακα μολυβδοχόησης στον τοίχο του σηκού.


              Η εξασφάλιση της ακινησίας των μαρμάρινων μελών του κτιρίου στις θέσεις τους, επιτυγχάνονταν με τις οριζόντιες και κατακόρυφες συνδέσεις αυτών με τα γειτονικά μέλη.

              Οι οριζόντιες συνδέσεις με ″δεσμούς″ όπως τους ονόμαζαν οι αρχαίοι, είχαν διάφορα σχήματα και αποτελούνταν από μολυβδοχοημένα σιδερένια ελάσματα σχήματος Z,H,I,Π και άλλων σχημάτων. Η εξασφάλιση της μη κατακόρυφης μετατόπισης των σφονδύλων των κιόνων από τον άξονά τους γινόταν μέσω των κατακόρυφων ξύλινων συνδέσεων των επιμέρους σφονδύλων των κιόνων από ζεύγη εμπολίων και πόλων (Εικ. 2.52 και 2.55)

              Στο γεωμετρικό κέντρο των επίπεδων επιφανειών κατά σφόνδυλο υπήρχε λάξευμα ώστε να υποδέχεται χωρίς να εξέχει το μολυβδοχοημένο εμπόλιο εκτός της κάτω επιφάνειας του σφονδύλου που πατούσε στο στυλοβάτη. Τα ξύλινα εμπόλια που διασώθηκαν έχουν σχήμα κανονικής κόλουρης πυραμίδας με την τετράγωνη μεγάλη βάση 10 έως 11,5 cm., την μικρή 8,5 έως 10,5 cm. και ύψος 0,75

              – 8,5 cm. Στο κέντρο κάθε εμπολίου υπήρχε οπή για την υποδοχή του πόλου, ενός ξύλινου αξονίσκου διαμέτρου με μέση διάμετρο 4,5 cm και μέσο ύψος 10,5 cm. Η κατεύθυνση των ινών των εμπολίων και των πόλων ήταν παράλληλη προς τον κατακόρυφο άξονα. H διάταξη ενός ζευγαριού εμπολίων με το πόλο παρέχεται στις Εικόνες 2.55, 2.56.


              image


              Εικ. 2.55. Ξύλινοι πόλοι και εμπόλια του Μουσείου της Ακρόπολης.


              image


              Εικ. 2.56. Πρόσοψη κιονοκράνου του περιστυλίου και άνοψη της επιφάνειας έδρασης του υποτραχήλιού του.


              Το ξύλο από το οποίο ήταν κατασκευασμένα τα εμπόλια και οι πόλοι, των κιόνων του Παρθενώνα ήταν κατά την Παρασκευοπούλου Κ3 ο άρκευθος (Juniperus oxycedrus και όχι ο κέδρος) άλλα και το κυπαρίσσι και ή αγριελιά ( του Σουνίου).

              Ο Αν. Ορλάνδος αναφέρει1 ότι η λείανση των επιπέδων επιφανειών των σφονδύλων, επιτυγχάνεται με την παλινδρομική περιστροφή κατά 20-30 μοίρες του ανώτερου σφονδύλου επάνω στον κατώτερο. Ο καθηγητής Μαν. Κορρές υποστηρίζει ότι η παρεμβολή άμμου λείαινε την επιφάνεια, ώστε η ανοχή μεταξύ δύο σφονδύλων ήταν 1/20 έως 1/30 του χιλιοστού2.

              Σε έρευνες δύο χρόνων του Α.Π. Θεσσαλονίκης γύρω από την αντισεισμικότητα αρχαίων ναών, παρουσιάστηκε το «σύστημα πόλου-εμπολίου» της Eικ 2.55, σύμφωνα με το οποίο οι κίονες αποτελούνταν από ένα ή περισσότερα κομμάτια λίθων, τα οποία έρχονταν σε επαφή μεταξύ τους χωρίς κάποιο άλλο συνδετικό υλικό ή άλλα στοιχεία σύνδεσης. Η σημασία της μεθόδου αυτής στη σεισμική μηχανική είναι τεράστια, καθώς η παραμόρφωση κατά την ταλάντωση των κιόνων αποτελεί παράγοντα έξυπνης απόσβεσης της σεισμικής ενέργειας, χωρίς μάλιστα να μετακινούνται ύστερα από σεισμό οι σφόνδυλοι από τον κατακόρυφο άξονα του κίονα.

              Αξιοσημείωτη είναι και η πειραματική προσέγγιση του Εργαστηρίου Αντισεισμικής Τεχνολογίας του τμήματος Πολιτικών Μηχανικών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου. Οι ερευνητές του Πολυτεχνείου κατασκεύασαν ένα μοντέλο κίονα του Παρθενώνα σε κλίμακα ένα προς τρία. Ο κίονας αυτός κατασκευάστηκε από πεντελικό μάρμαρο όπως και οι πραγματικοί κίονες του Παρθενώνα. Υπενθυμίζεται ότι κατά τη διάρκεια ενός σεισμού η συμπεριφορά των κιόνων είναι μη γραμμική και εξαιρετικά πολύπλοκη. Συγκεκριμένα, μικρές μεταβολές στη δόνηση ή στις γεωμετρικές παραμέτρους του κίονα μεταβάλλουν σημαντικά τη συμπεριφορά του συστήματος. Λόγω αυτής της πολυπλοκότητας, η μαθηματική αντιμετώπιση του προβλήματος της ανάλυσης της αντισεισμικής συμπεριφοράς των αρχαίων ναών είναι σχεδόν αδύνατη. Αυτός είναι και ο κυριότερος λόγος για τον οποίο οι επιστήμονες καταφεύγουν σε αριθμητικές προσεγγίσεις και μεθόδους για την απλοποίηση των προβλημάτων και την εξεύρεση λύσεων.


              ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ Κεφ. 2.3.6.3.2.2. Σύνδεσμοι και γόμφοι (ξύλινα εμπόλια και πόλοι)

              1. Ορλάνδος, Α.Κ. «Η Αρχιτεκτονική του Παρθενώνος», τομ. Α΄ σελ 130

              2. Κορρές, Μ. 1993. «Από την Πεντέλη στον Παρθενώνα», Αθήναι 1993 (σελ. 108-109)

              3. Παρασκευοπούλου Κ. 2.000. Αναγνώριση εμπολίων Παρθενώνα. Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών Αθήνα.


          2. οροφή


            Ο ναός καλυπτόταν σε όλη του την έκταση με οριζόντια οροφή, επί της οποίας επικάθονταν, η (δίριχτη) δικλινής στέγη. Η οροφή στο σηκό και στον πίσω από αυτόν θάλαμο, τον κυρίως Παρθενώνα, ήταν ξύλινη1 και μάλιστα το πιθανότερο από κυπαρίσσι. Από μαρτυρίες γνωρίζουμε ότι οι πυρκαγιές που έγιναν κατά τους Ελληνιστικούς και τους Ρωμαϊκούς χρόνους, κατέστρεψαν την ξύλινη στέγη και το χρυσελεφάντινο άγαλμα.

            Εκτός του κυρίως ναού (σηκού) και του κυρίως Παρθενώνα (οπισθόδομος), η υπόλοιπη ένταση του ναού, δηλαδή το πτέρωμα, ο πρόναος και ο οπισθόναος, καλυπτόταν με μαρμάρινη οροφή με φατνώματα (δηλ. κοίλα τετράγωνα που σχηματίζονταν από την διασταύρωση των δοκών). Το ύψος της οροφής ήταν 13.19 m (Εικ. 2.57).

            Η φατνωματική οροφή στον κυρίως ναό (σηκός) ήταν ξύλινη. Στον κυρίως ναό υπήρχαν επιπλέον εγκάρσιοι δοκοί μικρότερης διατομής των συζευγμένων κατά την ίδια διεύθυνση δοκών, επί των οποίων εδράζονταν οι ορθροστάτες. Τα μεταξύ τους κενά, καλύπτονταν από τα ξύλινα φατνώματα. Η διάταξη της φατνωματικής οροφής του οπισθόδομου (κυρίως Παρθενώνα) είχε ως εξής: Επάνω στους τέσσερις κίονες (Eικ.2.57) υπήρχαν σε διάταξη μαρμάρινα επιστήλια, τα οποία μαζί με τις οριζόντιες δοκούς της οροφής διαιρούσαν την οροφή σε εννέα μικρότερα ορθογώνια τμήματα. Πάνω από τα επιστήλια, ένα πλέγμα δοκών μικρότερης διατομής αυτών του σηκού, συγκρατούσαν τα ξύλινα φατνώματα.


            image


            Εικ. 2.57 Ξύλινη οροφή του κυρίως Παρθενώνα με τα εννέα φατνώματα


            ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ Κεφ. 2.3.6.3.3. Η φατνωματική οροφή

            1. Επιγραφή του Ερεχθείου

            2. Ορλάνδος, Α.Κ. «Η Αρχιτεκτονική του Παρθενώνος», τομ Γ΄ σελ. 472

          3. Η ξύλινη στέγη των αρχαίων ναών.


            Η στέγη των αρχαίων ελληνικών ναών ήταν κατά κανόνα ξύλινη. Τα μεγάλα πλάτη των ναών δεν επέτρεπαν ζευκτά, που να λειτουργούν με τρόπο ανάλογο προς τα σημερινά (Εικ. 2.57). Στους περίπτερους ναούς (τους ναούς που περιβάλλονταν και στις τέσσερες πλευρές από κίονες), οι εσωτερικές σειρές κιόνων και οι τοίχοι σε διάταξη παράλληλη προς τον μεγάλο άξονα του ναού, επέτρεπαν ένα σύστημα από δοκούς που δέχονταν μεμονωμένα φορτία. Στις οριζόντιες δοκούς, οι οποίες εγκάρσια προς τον άξονα του κτιρίου υποβαστάζονταν από τους τοίχους και τις κιονοστοιχίες (Εικ 2.58, 2.59, 2.60, 2.61), πατούσαν κατακόρυφοι ξύλινοι στύλοι (ορθοστάτες), που υποβάσταζαν οριζόντιες διαμήκεις δοκούς και κυρίως την κορυφαία δοκό (κορφιάτη). Οι δοκοί αυτοί με τη σειρά τους στήριζαν τους σφηκίσκους (αμείβοντες) που διαμόρφωναν τις δύο κλίσεις της στέγης. Πάνω από αυτούς στερεώνονταν τα οριζόντια μικρότερα δοκάρια (ιμάντες, τεγίδες) και τα καλύμματα (σανίδωμα, πέτσωμα). Η ορολογία των επιμέρους στοιχείων σώθηκε από οικοδομικές επιγραφές¹, και κυρίως από την επιγραφή (IG II 2² (1) 1668) για τη Σκευοθήκη στον Πειραιά (346-328 π.Χ.), έργο του αρχιτέκτονα Φίλωνα (Εικ. 2.62). Ονόμαζαν τους μεγάλους κεκλιμένους αμείβοντες ″σφηκίσκους″, τις οριζόντιες δοκούς της οροφής ″κορυφαίους″ και τις οριζόντες τεγίδες ″ιμάντες″. Αναφέρονται ακόμα τα

            ″καλύμματα″ (σανίδωμα) επάνω στα οποία με τη βοήθεια πηλού (της δόρωσης) στρώνονταν οι πήλινες κεραμίδες.



            image

            1. Πρόναος


            2. Κυρίως ναός (ή Σηκός)


            3. Ο Κυρίως Παρθενών (ή οπισθόδομος)

            4. Οπισθόναος

            Εικ. 2.58. Κάτοψη ναού του Παρθενώνα (Πηγή: Ορλάνδος Α. 1976-1978)


            Εικ. 2.58. Κάτοψη ναού του Παρθενώνα (Πηγή: Ορλάνδος Α. 1976-1978)


            image


            Εικ. 2.59. Προοπτική τομή της ανατολικής πλευράς του Παρθενώνα


            image image


            Εικ. 2.60 Εικ. 2.61

            Προοπτική τομή των ορόφων του βορείου μακρού πτερού και του οπισθοναού του Παρθενώνα


            image


            Εικ. 2.62. Αναπαράσταση του αρχαίου Πειραιά. Γύρω στο λιμάνι σχεδιάστηκαν οι 196 νεώσοικοι καθώς και η σκευοθήκη του Φίλωνα στη θέση που βρέθηκε η μεγάλη επιγραφή, η σχετική με τις υποχρεώσεις του αρχιτέκτονα.

            ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ Κεφ. 2.3.6.3.4. Η ξύλινη στέγη των αρχαίων ναών

            1. Επιγραφές: Ερεχθείου IG 1 372 ε .Ελευσίνας IG ΙΙ,2 1672. IG Ι 314. Επιδαύρου, IG IV 1 108- 109-110-115, IG 1496

            Δήλου IG XI 2 161-165-199-287

            Καρπάθου IG XII 1 977 κ.α.


          4. Η ξύλινη στέγη του Ικτίνιου Παρθενώνα


Πάνω από την οροφή και σε συνάρτηση με αυτή επεκτείνεται σε όλη την έκτασή του ναού, η αμφικλινής ξύλινη στέγη του, της ″επωροφίας″1 και πάνω από αυτή η μαρμάρινη επικάλυψη (οι μαρμάρινες κεραμίδες). Σπουδαία βοήθεια παρέχεται από τρεις λαξευμένες κοιλότητες στο πίσω μέρος του τυμπάνου (ονοματολογία Εικ. 2.59) του δυτικού αετώματος που διασώθηκαν, οι οποίες χρησίμευαν για την υποδοχή και στήριξη των οριζόντιων δοκών κατά μήκος του ναού (τεγίδων). Οι αρχαίοι τις ονόμαζαν δοκοθήκες και έδιναν ιδιαίτερη σημασία στον καθορισμό, τη διάταξη και το μέγεθος των ξύλων του σκελετού της στέγης. Οι δοκοθήκες επισημάνθηκαν και ερμηνεύτηκαν για πρώτη φορά από τον J. Hoffer, κατόπιν δε από τον F.C. Penrose2. Νέες καταμετρήσεις και σχέδια από τον Καθηγητή και Ακαδημαϊκό Αναστάσιο Ορλάνδο (1887-1979), έδωσαν σαφέστερη εικόνα των

δοκοθηκών του Παρθενώνα στην πίσω όψη του Δυτικού αετώματος και λεπτομερή σχέδια των κατά πλάτος και μήκος τομών του (Εικ. 2.63, 2.64). Οι δοκοθήκες αυτές βρίσκονται κάτω από τις κεκλιμένες γραμμές του αετώματος, ανά τρεις σε κάθε πλευρά και σημειώνονται με τους αριθμούς 1,2,3 και 5,6,7 (Εικ. 2.58). Εκτός από αυτές αναμφίβολα θα υπήρχε και η 7η στην κορυφή του αετώματος, η υπ’ αριθ. 4, όπως του ναού του Ποσειδώνα στο Σούνιο, του Δία στο Στράτο Ακαρνανίας, του ″Θησείου″, και άλλων ναών του 5ου και του 4ου π.Χ. αιώνα3.


image


Εικ. 2.63 Προοπτική αναπαράσταση του κυρίως Παρθενώνα από ΒΔ (Πηγή: Ορλάνδος Α. 1976-78)

Οι δοκοθήκες στις κεκλιμένες πλευρές έχουν σε κατακόρυφη όψη σχήμα τραπεζίου, του οποίου η μεν οριζόντια πλευρά της βάσης της με αριθμό 2 για παράδειγμα, έχει μήκος 0,92 m και οι κατακόρυφες, η μεν μικρή 0,515 m, η δε μεγαλύτερη 0,63 m, το δε βάθος είναι 0,425 m (Εικ. 2.64, 2.65). Πρόκειται για υποδοχές (δοκοθήκες) πολύ μεγάλων διαστάσεων, στις οποίες στηρίζονταν δοκοί ενός τεμαχίου πριστού ή επικολλητές (σύνθετες δοκοί) (Eικ. 2.66, 2.67). Το μέγεθος των επικολλητών δοκών ήταν πολύ μεγάλο και η πιθανή προέλευση των ήταν ξύλο κέδρου ή κυπαρισσιού από τη Συρία ή από το Λίβανο, που φημίζονταν για το μέγεθος των δένδρων.


image

Εικ 2.64 Αναπαράσταση κατά πλάτος τομής στον Πρόναο. Θέση των ξύλινων δοκών της στέγης. ΒΔ (Πηγή: Ορλάνδος Α. 1976-78)


Από τις επτά κύριες ξύλινες δοκούς της στέγης κατά μήκος του ναού, μόνο οι με αριθ. 3 και 5 διέρχονται πάνω από τα κέντρα των ιωνικών κιόνων του κυρίως Παρθενώνα. Οι άλλες δοκοί με αριθ. 1, 7 περνάνε πάνω από τα μακρά τοίχοι του σηκού4 (Εικ. 2.58). Κανένας όμως από τους επτά άξονες συμπίπτει στην κάτοψη με τις εσωτερικές κιονοστοιχίες του σηκού (Εικ. 2.58). Η κορυφαία κεντρική επικολλητή δοκός με αριθ. 4, ήταν πενταγωνικής διατομής, αποτελούμενη από δυο συγκολλημένες δοκούς και υποστηρίζοταν από ορθοστάτες, που στον κυρίως Παρθενώνα πατούσαν πάνω σε εγκάρσιες δοκούς, που υπήρχαν πάνω από τους Ιωνικούς κίονες (Εικ. 2,67 και 2.68).


image

Εικ. 2.65. Λεπτομέρεια δοκοθήκης (Δ. αετώματος)


image

Εικ. 2.66. Διαστάσεις δοκών και τομές αυτών


image

Εικ. 2.67. Τρόπος στήριξης της κορυφαίας δοκού στο χώρο του κυρίως ναού



image



Εικ. 2.68. Στέγαση του κυρίως ναού: Αριστερά (κατά πλάτος τομή), δεξιά (κατά μήκος τομή). Η κορυφαία δοκός στηρίζονταν επάνω σε τρεις κατακόρυφους ορθοστάτες, που ο καθένας έφερε δύο αντηρίδες.


Σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, οι μεγάλοι ξύλινοι δοκοί της στέγης με αριθ. 2,3,4,5 και 6 στηρίζονταν κατά σειρά: α) επάνω στο δυτικό αέτωμα β) επάνω στο θριγκό της πρόστασης του οπισθόναου, γ) επάνω στο δυτικό θυραίο του κυρίως Παρθενώνα, δ)επάνω στα επιστύλια των ιονικών κιόνων του κυρίως Παρθενώνα και ε) επάνω στον τοίχο που χωρίζει τον σηκό από τον κυρίως Παρθενώνα.

Με όμοιο, όπως στον οπισθόναο τρόπο, καλύπτονταν και ο πρόναος με τις ξύλινες δοκούς (με αριθ 2,3,4,5 και 6) οι οποίες στηρίζονταν α) στο τύμπανο του ανατολικού αετώματος, β) στο θριγκό της ανατολικής πρότασης του σηκού και γ) επάνω στο ανατολικό θυραίο τοίχο του σηκού.

Οι δοκοί με αριθ.1 και 7 ξεκινούν από τις δοκοθήκες του δυτικού αετώματος και σταματούν στην αρχή των πλαϊνών του οπισθόναου. Το ίδιο στην ανατολική πλευρά, οι δοκοί 1και 7 ξεκινούν από το ανατολικό αέτωμα και σταματούν στην αρχή των πλαϊνών τοίχων του σηκού. Τα μεταξύ αυτών κενά (η προέκταση των 1 και 7 δοκών) αντικαθίστανται από τους πλαϊνούς τοίχους του οπισθόναου, του οπισθόδομου και του σηκού. Μόνο η κορυφαία δοκός με αριθ. 4, η οποία διέρχεται όλο το μήκος του ναού, ξεκινάει από το δυτικό αέτωμα και καταλήγει στο ανατολικό.



image


Εικ. 2.69 Το κάτω άκρο της μαρμάρινης στέγη ς του Παρθενώνα. (Πηγή: Ορλάνδος Α. 1976-78)


image

Εικ. 2.70. Μαρμάρινες Κεραμίδες του Παρθενώνα. Κορυφαίος καλυπτήρας κέραμος και τομή στρωτήρων.


Οι δοκοί 2 και 4 δεν έχουν υποστήριγμα στο τμήμα που στεγάζουν τον κυρίως ναό.

Οι διαστάσεις των οριζόντιων επικολλητών δοκών του σηκού επάνω στους οποίους εδράζονται οι ορθοστάτες που στήριζαν τις κύριες επιμήκεις δοκούς της στέγης, είναι σύμφωνα με υπολογισμούς του Τρυπάνη Α. 0,65x0,65 m και του Μυλωνά Π. 0,75x0,65 m6


image

Εικ. 2.71. Διάταξη των μαρμάρινων ακροκέραμων της στέγης του Παρθενώνα


Ο ξύλινος σκελετός της στέγης συμπληρώνεται με δοκίδες (τεγίδες) τοποθετημένες σύμφωνα με την κλίση της στέγης, κάθετα προς τις μεγάλες σύνθετες κατά μήκος δοκούς, που οι αρχαίοι ονόμαζαν ″σφηκίσκους″. Για το λόγο ότι δεν διατηρήθηκαν ίχνη τους στον Παρθενώνα αγνοούμε τις διαστάσεις τους και την ακριβή τους θέση. Θα είχαν τετράγωνη ή ορθογώνια διατομή5,6, και θα απείχαν μεταξύ τους, όσο και το πλάτος των μαρμάρινων κεραμίδων (0,682 έως 0,685 m), που πατούσαν επάνω στις δοκίδες (Εικ. 2.68, 2.69, 2.70, 2.71). Ο Ορλάνδος Α. δέχεται την εγκάρσια διατομή των δοκίδων με πλάτος 0.20 m και ύψος 0.25 m.


Οι μαρμάρινες κεραμίδες από μάρμαρο της Πάρου, υπολογίζονται σε 9.000 τεμάχια συνολικά και είτε στερεώνονταν επάνω στις δοκίδες, που είναι και το πιθανότερο, είτε μεσολαβούσαν ενδιάμεσα σανίδες, οι οποίες κατά την επιγραφή της Σκευοθήκης, ονομάζονται ″ιμάντες″(κοινώς πέτσωμα). Στο σανίδωμα έστρωναν πηλό σε μίξη με άχυρο (δόρωση). Κατά τον Ορλάνδο Α. επειδή η δόρωση είχε εφαρμογή κυρίως στην περίπτωση των πήλινων κεραμίδων, θα πρέπει η τεχνική αυτή να αποκλεισθεί για τον Παρθενώνα. Εφαρμογή πλαστικών υλών στον Παρθενώνα δεν είναι αποδεκτή, κατά τον ίδιο μελετητή, σύμφωνα με την γενική αρχή της αποκλειστικής χρήσης του ελατού μολυβδοχοημένου σιδήρου στις συνδέσεις8.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ Κεφ. 2.3.6.3.5. Η ξύλινη στέγη του Ικτίνιου Παρθενώνα

  1. Ορλάνδος, Α.Κ. «Η Αρχιτεκτονική του Παρθενώνος», τομ Γ΄ σημ. σελ. 589 Επιγραφή Ερεχθείου IG 1 372 ε: ¨τες εποροφίας σφεκίσκος και hιμαντας αθέτος¨.

  2. Ορλάνδος, Α.Κ. «Η Αρχιτεκτονική του Παρθενώνος», τομ Α΄

    J.Hoffer: Föster’s Bauzeitung,1838 και F.C.Penrose: Principles,σελ.11&45 (1851)

  3. Ορλάνδος, Α.Κ. «Η Αρχιτεκτονική του Παρθενώνος»,τομ Γ΄ σελ 590-591

  4. Μυλωνάς, Π. 1953. «Η Στέγη του Ικτίνιου Παρθενώνος»,

    σε Αρχαιολογική Εφημερίδα 1953-1954 (τόμος Β΄, σελ. 208-212 με 5 σχέδια και 3 πίνακες) , Αθήναι 1958

  5. Ορλάνδος, Α.Κ.1976-77 «Η Αρχιτεκτονική του Παρθενώνος», τομ Γ΄ σελ 596

  6. Ορλάνδος, Α.Κ. 1976,77«Η Αρχιτεκτονική του Παρθενώνος», τομ Γ΄,υποσημείωση 1&2

  7. Επιγραφή IG II 2², 1668 της Σκευοθήκης του Φίλωνα στον Πειραιά.

  8. Ορλάνδος, Α.Κ. «Η Αρχιτεκτονική του Παρθενώνος», τομ Γ΄ σελ. 599


2.3.6.4. Αποθήκες και οπλοστάσια


Από τα δημόσια έργα, οι αποθήκες και τα οπλοστάσια ήταν στενά και μεγάλου μήκους κτίρια, κατά περίπτωση με ορόφους, τα οποία σε μερικές περιπτώσεις ήταν ξύλινες κατασκευές. Η σκευοθήκη του Πειραιά, έργο του σπουδαίου Αρχιτέκτονα Φίλωνα (Εικ. 2.72) αποτελεί χαρακτηριστικό κτίριο αποθήκης οπλισμού, εξάρτισης και ιματισμού.


image


Εικ. 2.72. Εσωτερική άποψη της Σκευοθήκης του Φίλωνα στον Πειραιά


2.4 Κατανάλωση ξύλου και καταστροφή δασών στην Αρχαία Ελλάδα


Οι εφαρμογές του ξύλου στην Αρχαία Ελλάδα ήταν πολυάριθμες και σε μεγάλη κλίμακα. Αυτό αποδεικνύεται από πολλά στοιχεία τα οποία καταμαρτυρούν την ευρεία κατανάλωση του ξύλου αλλά και την παράλληλη καταστροφή των δασών. Η υλοτομία των δασών για κάλυψη αναγκών σε ξύλο υπήρξε κύριος παράγοντας καταστροφής από τα αρχαία χρόνια μέχρι σήμερα. Είναι χαρακτηριστικό ότι στον Όμηρο, άλλους αρχαίους συγγραφείς και την Αγία Γραφή, η λέξη «ύλη» σημαίνει δάσος, δένδρο, ξύλο και υλικό. Το ξύλο ήταν το απαραίτητο υλικό για βάρκες και πλοία, κατοικίες και άλλα κτίσματα, όπλα και ειδικές πολεμικές κατασκευές, αγροτικά εργαλεία (άροτρα κλπ.), διάφορα προϊόντα και καυσόξυλα. Για την κατασκευή πλοίων και βασικών και άλλες ανάγκες σε ξύλο, είναι ενδιαφέρον να αναφερθούν ορισμένα στοιχεία:

Οι τριήρεις των αρχαίων Ελλήνων είχαν μήκος 40 m και πλήρωμα 200 ανδρών, ενώ στη Μακεδονία κατασκευάσθηκαν πλοία με πλήρωμα 1.800 ανδρών. Στην Αίγυπτο, την εποχή των Πτολεμαίων, σχεδιάσθηκε πλοίο με 120 m μήκος και 4.000 κωπηλάτες, που όμως πιστεύεται ότι δεν χρησιμοποιήθηκε. Αναφέρονται πλοία με κατάρτια που είχαν ύψος ως 40 m και κουπιά με μήκος ως 18

m. Στο Βυζάντιο οι «δρόμονες» είχαν 45 m μήκος και 100 κουπιά

Ένα πλοίο που θεωρείται το μεγαλύτερο της αρχαιότητας, αναφέρεται ότι στο πρώτο του ταξίδι μετέφερνε 4.000 τόνους που περιλάμβαναν 60.000 «μέτρα σιτάρι», 10.000 αμφορείς με παστά ψάρια, 20.000 τάλαντα (500 περίπου τόνους) και 20.000 τάλαντα διάφορα άλλα προϊόντα.

Ο Ξέρξης ήρθε να κατακτήσει την Ελλάδα με 4.200 πλοία και νικήθηκε από τους Έλληνες που είχαν 350 πλοία.

Για να γίνει ένα μεγάλο πολεμικό πλοίο του 18ου αιώνα έπρεπε να υλοτομηθούν περίπου

4.000 δένδρα δρυός. Οι ποσότητες ξύλου που καταναλώνονταν ήταν τεράστιες, αν σκεφθεί κανένας τους μεγάλους στόλους της Βενετίας, της Φλωρεντίας και αργότερα της Ισπανίας, της Γαλλίας και της Μ. Βρετανίας και ότι τα ξύλινα πλοία καταστρέφονταν από φωτιά, σήψη, θαλασσινούς ξυλοφάγους οργανισμούς και έπρεπε να γίνεται αντικατάστασή τους.

Έχει υπολογισθεί ότι ένα μεγάλο μεταλλουργικό κέντρο στην κλασική αρχαιότητα χρειαζόταν τα ξύλα 4.000.000 στρεμμάτων παραγωγικού πρεμνοφυούς δάσους.

Στην Αγία Γραφή αναφέρεται ότι για να κτισθεί ο ναός του Σολομώντα απασχολήθηκαν

    1. εργάτες για την υλοτομία κέδρων και πεύκων και τη διαμόρφωση και μεταφορά ξύλων και λίθων.

      Ο Βασιλιάς της Βαβυλώνας Ναβουχοδονόσωρ (1150-1120 π.X.) κατάστρεψε πέτρινο αμυντικό τοίχος με φωτιά, η οποία έκαιγε για μεγάλο διάστημα ώσπου οι πέτρες «κάηκαν» και το τοίχος έπεσε. Για το σκοπό αυτό υλοτομήθηκαν όλα τα δάση της περιοχής και το στρώμα στάχτης που υπάρχει σήμερα έχει πάχος πολλά μέτρα.

      • Μια γέφυρα που κατασκευάσθηκε το 425 π.X. στο Στρυμώνα (κοντά στην Αμφίπολη) στηριζόταν σε περισσότερους από 12.000 κορμούς δένδρων.

      • Τον 19ο αι. σε πολλές μεσογειακές χώρες πολλά δάση καταστράφηκαν για να γίνουν στρωτήρες σιδηροδρόμων.

      • Στην Ελλάδα πολλά δάση καταστράφηκαν για να γίνουν κιβώτια για σταφίδες, ενώ όλα τα πολύτιμα δρυοδάση έγιναν δάση που παράγουν μόνο καυσόξυλα.

Ο Θεόφραστος (327-287 π.Χ) μαθητής του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, έζησε την περίοδο της εκστρατείας του Μ. Αλεξάνδρου και θεωρείται πατέρας της Βοτανικής και έχει προταθεί ως πατέρας της Δασολογίας και της Οικολογίας. Ο Τσουμής Γ. τον ονομάζει πατέρα της Υλοχρηστικής με βάση το πέμπτο βιβλίο της «Περί Φυτών Ιστορίαι». Η υλοχρηστική είναι κλάδος της Δασολογίας που ασχολείται με τη χρηστική αξία των προϊόντων του δάσους. Από την Υλοχρηστική προήλθε η Επιστήμη και Τεχνολογία Δασικών Προϊόντων, κυρίως του ξύλου.


    1. σημερινή κατάσταση στην Ελλάδα

      Στην ελληνική αγορά βρίσκει κανείς μεγάλη ποικιλία προϊόντων, κυρίως εισαγόμενων, αλλά και ελληνικής προέλευσης. Η ποιότητα των προϊόντων είναι από πολύ κακή έως άριστη. Η άσχημη αυτή πραγματικότητα έχει τον μανδύα της νομιμότητας, διότι τουλάχιστο μέχρι πρότινος, δεν επιβάλλονταν η πιστοποίηση των προϊόντων δομικής ξυλείας. Είναι γεγονός ότι στα πλαίσια της ελεύθερης παγκοσμιοποιημένης αγοράς, ο καθένας μπορεί να εισάγει δομική ξυλεία από όποια χώρα θέλει, σε οποιαδήποτε ποιότητα και στη συνέχεια να την πουλάει για οποιαδήποτε χρήση σε όποια τιμή τον συμφέρει. Είναι επίσης γεγονός ότι τα περισσότερα ξυλεμπορικά στην Ελλάδα αποθηκεύουν την ξυλεία σε ανοικτούς υπαίθριους χώρους, ή υπόστεγα ή μη κλιματιζόμενες αποθήκες. Η ξυλεία δομικών κατασκευών και κατασκευών εσωτερικού χώρου πρέπει να αποθηκεύεται σε ελεγχόμενους και κλιματιζόμενους χώρους, στους οποίους η υγρασία ισορροπίας είναι 10-12%, το πολύ 14% για στέγες. Σύμφωνα με τον Ευρωκώδικα 5 μπορεί κανείς να διαθέτει στην αγορά μόνο πιστοποιημένη δομική ξυλεία.

      Η διάθεση μη πιστοποιημένης δομικής ξυλείας στην αγορά, πέρα από τον κίνδυνο που μπορεί να προκαλέσει στη στατική επάρκεια των ξύλινων δομικών κατασκευών, προκαλεί τεράστια ζημιά στη φήμη που αποκτούν τα δομικά προϊόντα ξύλου. Οι ξύλινες κατασκευές για τις ανάγκες των Ολυμπιακών αγώνων ήταν πρόχειρες με πολλά δείγματα κακοτεχνίας, έλλειψης εμπειρίας και χρήσης ακατάλληλων προϊόντων ξύλου, ιδιαίτερα για εξωτερικές κατασκευές. Δεν είναι τυχαίο ότι στην Ελλάδα επικρατεί γενικά η άποψη ότι, η ξύλινη κατασκευή είναι προσωρινή, πρόχειρη και μη ανθεκτική. Δεν είναι τυχαίο ότι προωθούνται ακόμη και για στέγες, για κολόνες, δοκούς, για κουφώματα, σκάλες, πέργκολες, υπόστεγα και άλλες κατασκευές, το μέταλλο, το αλουμίνιο, το πλαστικό και πάνω απ όλα το μπετόν.

      Ποια είναι λοιπόν τα ακατάλληλα και εν πολλοίς επικίνδυνα προϊόντα δομικής ξυλείας, τα οποία πωλούνται στην ελληνική αγορά;

      1. Κατ αρχήν τα μη πιστοποιημένα (δηλ. αυτά που δεν φέρουν σήμανση στο κάθε προϊόν χωριστά), είναι ύποπτα και απαγορεύεται να κυκλοφορούν στην ευρωπαϊκή αγορά, συνεπώς και στην ελληνική. Από τα μη πιστοποιημένα αυτά που με οπτική ποιοτική ταξινόμηση αξιολογούνται ως ακατάλληλα για δομικές κατασκευές, είναι τα ακόλουθα:

      2. Εισαγόμενοι στύλοι και πελεκητά κωνοφόρων, κυρίως ερυθρελάτης, με μικρή διάμετρο (Εικ. 2.73 και 2.76). Περιέχουν ανώριμο ξύλο με μικρή μηχανική αντοχή και ανθεκτικότητα, δηλ. φθείρονται και υποβαθμίζονται εύκολα.

      3. Σύνθετη επικολλητή ξυλεία ερυθρελάτης, συγκολλημένη με κόλλα εσωτερικής χρήσεως, όταν πωλείται για εξωτερικές κατασκευές (υπόστεγα, κιόσκια, πέργκολες, παιδικές χαρές κ.α.). Είναι τεράστια δυσφήμηση των προϊόντων δομικής ξυλείας, να βλέπει κανείς τέτοιες κατασκευές με τις δοκούς να αποκολλώνται και την κατασκευή να μετατρέπεται σε επικίνδυνη παράγκα. Δυσφήμιση βέβαια είναι και η μη σωστή εφαρμογή του ξύλου σε εξωτερικές κατασκευές, όπως φαίνεται στήν Εικ. 2.75 στις οποίες παρουσιάζονται κατασκευές ευθύνης της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Η επόμενη κατασκευή που θα τοποθετηθεί στη θέση τους θα είναι μεταλλική.

      4. Στη μόδα είναι και τα ξύλινα δάπεδα εξωτερικών χώρων. Το να κατασκευάζεις όμως ξύλινο δάπεδο περιπάτου και μάλιστα κάποιων χιλιομέτρων από μαλακό και ακατάλληλο ξύλο σε παραλία, το οποίο σπάει στη χρήση του, αυτό είναι επικίνδυνο (Εικ. 2.75). Το ίδιο συμβαίνει και όταν από κακή τοποθέτηση δεν αφήνεται κενό κάποιων χιλιοστών μεταξύ των στοιχείων του δαπέδου, με αποτέλεσμα το ξύλο να διογκώνεται και να σηκώνεται, δηλ. να καταστρέφεται. Συμβαίνει και το αντίθετο, όταν π.χ. τα στοιχεία του ξύλινου δαπέδου από ξύλο Ipe στη πεζογέφυρα του Μετρο στην οδό Κατεχάκη, τοποθετούνται με μεγάλα κενά μεταξύ τους με αποτέλεσμα να σφηνώνουν τα τακούνια των γυναικών (Εικ. 2.77).

      5. Η διάθεση δομικής ξυλείας με υψηλό ποσοστό υγρασίας, που αποθηκεύεται στο ύπαιθρο ή σε ανοικτά υπόστεγα και προέρχεται από ελληνικά πριστήρια ή είναι εισαγόμενη είναι ένα σφάλμα διαρκείας πολλών δεκαετιών στην αγορά.


Λίγες πληροφορίες για τα προϊόντα εμποτισμένης δομικής ξυλείας: Για το δικό μας μεσογειακό κλίμα, ο εμποτισμός της δομικής ξυλείας κωνοφόρων ελάτης πεύκης, ερυθρελάτης, λάρικας, πρέπει να προσαρμόζεται ανάλογα με τη χρήση για την οποία προορίζεται. Δεν είναι σωστό να χρησιμοποιούμε εμποτισμένη ξυλεία εκεί που δεν χρειάζεται. Η ξυλεία για στέγες, υπόστεγα, πέργκολες, εξωτερικές επενδύσεις και άλλες κατασκευές, οι οποίες δεν έρχονται σε επαφή με το έδαφος και δεν συγκρατούν το νερό στην επιφάνειά τους (δηλ. το νερό ρέει και φεύγει), αρκεί να είναι εμποτισμένη με μικρή περιεκτικότητα ξηρού συντηρητικού ανά m3 ξυλείας, όχι πάνω από 2-4 Kg/m3. Αν πρόκειται για ξύλο πεύκου, το οποίο εμποτίζεται πολύ ευκολότερα από την ελάτη και ερυθρελάτη, τότε κατά την άποψη μου αρκεί και εμποτισμός ξηρού ξύλου με απλή εμβάπτιση σε υδατικό διάλυμα

βορικών αλάτων για περίοδο 60 λεπτών. Οι περιπτώσεις που χρειάζεται δυνατός εμποτισμός του ξύλου με συγκράτηση 6 μέχρι 10 Kg/m3, είναι σπάνιες, όπως οι κατασκευές στις οποίες το ξύλο έρχεται σε επαφή με το έδαφος ή είναι μέσα στο έδαφος και το νερό (θαλασσινό ή γλυκό), π.χ. στύλοι επικοινωνίας και ηλεκτρικού ρεύματος, κράσπεδα δρόμων, κυματοθραύστες, προβλήτες κ.α. Κατασκευές ξύλου εξολοκλήρου μέσα στο γλυκό νερό δεν χρειάζονται κανένα εμποτισμό. Δεν πρέπει

να ξεχνάμε ότι τα συντηρητικά του ξύλου είναι ισχυρά δηλητήρια και ότι τα μόνα που επιτρέπονται για εμποτισμό δομικού ξύλου είναι οι ενώσεις βορίου και χαλκού.


Λίγα λόγια για τα δομικά προϊόντα ξύλου ελληνικής προέλευσης. Δεν πρέπει να υποτιμάμε την ελληνική ξυλεία, η οποία είναι ανώτερη από την εισαγόμενη ευρωπαϊκή, αμερικάνικη κλπ, αν συγκρίνουμε ίδιες ποιότητες. Δηλ. η ελληνική Μαύρη πεύκη περιοχής Πίνδου είναι κατά πολύ ανώτερη της εισαγόμενης Δασικής πεύκης. Το ίδιο και η ελληνική Κεφαλληνιακή ελάτη, είναι κατά πολύ ανώτερη της ερυθρελάτης που έχει κατακλίσει την ελληνική αγορά. Τα πελεκητά από ελληνική καστανιά, από ελληνικό κυπαρίσσι είναι ασυγκρίτως ανώτερα των εισαγόμενων πελεκητών κωνοφόρων (Εικ. 2.5.2). (Από τα εισαγόμενα μόνο η λάρικα είναι προϊόν με μεγάλη αντοχή και ανθεκτικότητα).


Το ελληνικό κυπαρίσσι, ο παρεξηγημένος αυτός γίγαντας των ελληνικών ξύλων, με το άρωμά του, την μεγάλη αντοχή σε μύκητες και έντομα, την ευθυτένια του, την προσαρμοστικότητα ακόμη και στα πολύ φτωχά εδάφη μας, από τις παραλιακές εκτάσεις μέχρι και 2.000 υψόμετρο, δεν υπάρχει σε

κανένα ελληνικό ξυλεμπορικό. ΓΙΑΤΙ; Υπάρχει μόνο στα νεκροταφεία και σε παλιές φυτείες, που έβαζαν οι Πελοποννήσιοι και Στερεοελλαδίτες όταν γεννιόταν ένα παιδί, για να έχει ξύλο να κατασκευάσει τη στέγη του σπιτιού του όταν μεγαλώσει και αποκατασταθεί και τώρα μάταια προσπαθούν να διαθέσουν στην αγορά τα ολόκορμα κυπαρίσσια. Ευθύνη γι αυτό το τεράστιο λάθος έχει και η Πολιτεία, που δεν κάνει αναδασώσεις και δεν ασκεί κατάλληλη πολιτική, αλλά έχουμε και εμείς. Σας συνιστώ λοιπόν να μη περιφρονείτε το ελληνικό κυπαρίσσι, και όλοι μαζί να διαδώσουμε την αξία του και να πείσουμε την χειμαζόμενη Πολιτεία να κάνει αναδασώσεις. Όπως τονίσθηκε παραπάνω οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν το κυπαρίσσι και τον κέδρο για την κατασκευή των στεγών των ναών και των κατοικιών. Οι Μινωίτες 4.000 χρόνια πίσω χρησιμοποιούσαν το κυπαρίσσι για τον ξύλινο σκελετό και τις κολόνες (πεσσούς) των ανακτόρων (τριώροφα κτίρια), ενώ το χτίσιμο ανάμεσα στο σκελετό το έκαναν με ακατέργαστη πέτρα και χώμα (αργολιθοδομή). Στα μουσεία μας υπάρχουν δείγματα ξύλων κυπαρισσιού και κέδρου από την αρχαία Ελλάδα. Εμείς σήμερα πειθήνια όργανα της πολιτικής που μας επιβάλλουν οι ξένες αγορές, εισάγουμε πελεκητά ερυθρελάτης (δηλ. σαβούρα) και καίμε τα κυπαρίσσια μας στο τζάκι.

Δύο λόγια για την αγορά των νέων προϊόντων δομικών ξυλοπλακών. Ο τομέας των προϊόντων αυτών είναι τεράστιος. Νέου τύπου δομικές ξυλοπλάκες εμφανίζονται κάθε τόσο στην αγορά, όπως OSB, LVL, μοριοτσιμεντοσανίδες, ινοτσιμεντοσανίδες, ασβεστομοριοσανίδες, ξυλοπλάκες από συγκολλημένες λωρίδες συμπαγούς ξύλου (Cross Laminated Solid Wood Panels), ξυλοδοκοί από συγκολλημένες λωρίδες ξυλοφύλλων (PSL), σύνθετη ξυλεία από συγκολλημένα πλανίδια ξύλου (LSL), σύνθετες δομικές ξυλοπλάκες τύπου Com-Ply έτοιμες για εφαρμογή σε τοιχοποιϊα, πόρτες επενδύσεις κ.α., μονωτικές ινοπλάκες μεγάλου πάχους κ.α. Και για τα προϊόντα αυτά επιβάλλεται η πιστοποίηση. Η εμπορία πολλών από αυτά τα νέα προϊόντα δεν έχει ακόμη ενεργοποιηθεί στην Ελλάδα. Σε κάθε περίπτωση είναι ένας πολύ δύσκολος τομέας προϊόντων από την άποψη της τεχνολογίας και των εφαρμογών.


image


Εικ. 2.73. Εισαγόμενη μη πιστοποιημένη πελεκητή ξυλεία ερυθρελάτης.


image


image


Εικ. 2.74. Πελεκητή ξυλεία και πάσσαλοι καστανιάς ελληνικής προέλευσης και άριστης ποιότητας.


image


image


image


image



Εικ. 2.75. Αστοχίες ξύλινων κατασκευών υπαίθρου τοπικής αυτοδιοίκησης


image


Εικ. 2.76. Ακατάλληλη εισαγόμενη ξυλεία ξυλοτύπων από ερυθρελάτη


image



image


Εικ. 2.77. Αστοχία τοποθέτησης ξύλινων στοιχείων από Ipe, με μεγάλα κενά μεταξύ τους στην πεζογέφυρα Κατεχάκη.


image


Εικ.2.78. Εντυπωσιακή εφαρμογή ξύλου ελληνικού κυπαρισσιού, του καλύτερου δομικού προϊόντος ξύλου (Κατασκευή: Σαλταπίδας Χρήστος)


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

-Wolfgang Muller-Wiener .1988. Η αρχιτεκτονική στην Αρχαία Ελλάδα. Μετάφραση Μπάρμπαρα Σμιτ-Δούνα. University Studio Press. 1995. Θεσ/νίκη.


……………………………………………………..